περίψημα
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
-ατος, τό, anything wiped off, offscouring, of a vile person (or scapegoat), 1 Ep.Cor.4.13, Phot.; περίψημά σου = your humble servant, CIL8.12924 (Carthage), LW2493 (Syria), Classical Studies in honor of J.C.Rolfe 318 (Ostia); peripsuma su (sic), Dessau ILS5725 (Brixia).
German (Pape)
[Seite 601] τό, das, was beim Abwischen od. Reinigen abgeht, Unreinigkeit, Sp., wie N. T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu'on ôte en frottant tout autour, ordure;
2 délivrance.
Étymologie: περιψάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίψημα -ατος, τό [περί, ψάω] uitschot.
Russian (Dvoretsky)
περίψημα: ατος τό грязь, сор NT.
English (Thayer)
περιψηματος, τό (from περιψάω 'to wipe off all round'; and this from περί (which see III:1), and ψάω 'to wipe,' 'rub'), properly, what is wiped off; dirt rubbed off'; offscouring, scrapings: περικάθαρμα, which see Suidas and other Greek lexicographers under the word relate that the Athenians, in order to avert public calamities, yearly threw a criminal into the sea as an offering to Poseidon; hence, ἀργύριον ... περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο (as if to say) let it become an expiatory offering, a ransom, for our child, i. e. in comparison with the saving of our son's life let it be to us a despicable and worthless thing, Ignatius ad Ephesians 8,1 [ET]; 18,1 [ET]; (see Lightfoot's note on the former passage).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ περιψώ
1. ὁ,τι πετιέται μετά τον καθαρισμό με σπόγγο ή με τρίψιμο, το αποκάθαρμα, το σκουπίδι («ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», ΚΔ)
2. (για δήλωση χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον Χριστό, ο ελάχιστος («μακάριος ὁ μοναχὸς ὁ πάντων περίψημα ἑαυτὸν ἔχων», Μέγ. Αντών.).
Greek Monotonic
περίψημα: -ατος, τό, οτιδήποτε σκουπίζεται, εξαλείφεται, απόρριμμα· λέγεται για άνθρωπο ευτελή, αχρείο, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
περίψημα: τό, τὸ ἀποσπογγιζόμενον, περιττὸν πρᾶγμα καὶ ἀπορρίψιμον, «σκουπίδι», ἐπὶ φαύλου ἢ μηδαμινοῦ ἀνθρώπου, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. δ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 9282, Φώτ.· ἴδε κάθαρμα Ι. 2.
Middle Liddell
περίψημα, ατος, τό, [from περιψάω
anything wiped off, an offscouring, of a vile person, NTest.
Chinese
原文音譯:per⋯yhma 胚里-普些馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:四圍-敲打(結果)
字義溯源:(在掃除時)碎渣四散,渣滓,刮落,污物,碎屑;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ψαλμός)X*=觸摸,搓磨)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (κάθαρμα / περικάθαρμα)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 渣滓(1) 林前4:13