οἰμωγή

From LSJ
Revision as of 12:04, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμωγή Medium diacritics: οἰμωγή Low diacritics: οιμωγή Capitals: ΟΙΜΩΓΗ
Transliteration A: oimōgḗ Transliteration B: oimōgē Transliteration C: oimogi Beta Code: oi)mwgh/

English (LSJ)

ἡ, wailing, lamentation, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409; οἰ. τεστοναχῇ τε 24.696; ἅμ' οἰ. τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450, quoted by Ar.Pax1276; οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Hdt.3.66, cf. 8.99; οἰμωγὴ… ὁμοῦ κωκύμασιν A.Pers.426; πικρᾶς οἰ. S.Ph.190 (lyr.); ἐξῴμωξεν οἰ. λυγράς Id.Aj.317; στεναγμὸν οἰμωγήν θ' ὁμοῦ E.Heracl.833; οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Th.7.71; ἡ οἰ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν X.HG2.2.3; cf. τήκω.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: οἰμώζω.

German (Pape)

ἡ, das Wehklagen, Jammern; ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, Il. 4.450, 8.64; mit κωκυτός verbunden, 22.409, 447; mit στοναχή, 24.696; auch οἰμωγὴ δὲ δέδηε, die Klage ist entbrannt, Od. 20.353; οἰμωγὴ κατεῖχε ἅλα, Aesch. Pers. 418; ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς πικράς, Soph. Aj. 310, öfter; neben στεναγμός, Eur. Heracl. 833; Ar. Pax 1243; in Prosa, καὶ στόνος, Thuc. 7.71; Xen. Hell. 2.2.2 und Sp., wie Hdn. 7.9.19; Luc. und Plut. oft.

Russian (Dvoretsky)

οἰμωγή: дор. οἰμωγάжалобный крик, громкие жалобы, вопль (οἰ. καὶ εὐχωλή Hom.; οἰ. καὶ στόνος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰμωγή: ἡ, ἰσχυρὰ κραυγή, θρῆνος, ὀδυρμὸς μεγάλῃ τῇ φωνῇ, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Ἰλ. Χ. 409· οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε Ω. 696· ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν Δ. 450, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1276 κἑξ.· οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 8. 99· οὕτω παρὰ Τραγ., οἰμωγὴ .. ὁμοῦ κωκύμασι Αἰ-Πέρσ. 426· πικρᾶς οἰμωγῆς Σοφ. Φ. 190· ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 317· στεναγμὸν οἰμωγήν θ’ ὁμοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 833· οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Θουκ. 7. 71 ἡ οἰμ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 3· πρβλ. τήκω.

English (Autenrieth)

(οἰμώζω): cry of grief, lamentation.

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰμωγή) οιμώζω
θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.).

Greek Monotonic

οἰμωγή: ἡ, θρήνος που εκφέρεται μεγαλοφώνως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.

Middle Liddell

οἰμωγή, ἡ, [from οἰμώζω
loud wailing, lamentation, Il., Hdt., Trag., etc.

Mantoulidis Etymological

(=θρῆνος). Ἀπό τό οἰμώζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

lamentation

Ancient Greek: θρῆνος; Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe