πολιαίνομαι

From LSJ
Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐαίνομαι Medium diacritics: πολιαίνομαι Low diacritics: πολιαίνομαι Capitals: ΠΟΛΙΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: poliaínomai Transliteration B: poliainomai Transliteration C: poliainomai Beta Code: poliai/nomai

English (LSJ)

(πολιός) Pass., grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).

French (Bailly abrégé)

blanchir d'écume.
Étymologie: πολιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιαίνομαι [πολιός] grijs worden, van de golven van de zee. Aeschl. Pers. 110.

Russian (Dvoretsky)

πολιαίνομαι: покрываться седой (белой) пеной, пениться (θάλασσα πολιαινομένη Aesch.).

Greek Monolingual

Α πολιός
(για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω.

Greek Monotonic

πολιαίνομαι: (πολιός), Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.

Middle Liddell

πολιαίνομαι, πολιός
Pass. to grow white, Aesch.