εἰνοσίφυλλος

From LSJ
Revision as of 05:25, 21 August 2023 by Spiros (talk | contribs)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰνοσίφυλλος Medium diacritics: εἰνοσίφυλλος Low diacritics: εινοσίφυλλος Capitals: ΕΙΝΟΣΙΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: einosíphyllos Transliteration B: einosiphyllos Transliteration C: einosifyllos Beta Code: ei)nosi/fullos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἔνοσις) with quivering foliage, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.

Spanish (DGE)

εἰνοσίφυλλος, -ον
• Alolema(s): ép. εἰνοσίφυλλος Il.2.757, Od.11.316; ἐννοσίφυλλος Simon.90.1
1 que agita o sacude las hojas de los árboles ἐ. ἀήτα ... ἀνέμων Simon.l.c., δρόμον εἰνοσίφυλλον ... Φθινοπωρίδος Ὥρης Nonn.D.38.276.
2 frec. ref. a montañas cubiertas de bosques de follaje agitado Νήριτον Il.2.632, Od.9.22, Πήλιον Il.2.757, Od.11.316, Ph.1.405, Poet.de herb.116, Orph.A.387, εἰνοσίφυλλον ὄρος Κυλλήνιον AP 16.188 (Nic.), cf. Apollon.Lex.64.10.

German (Pape)

[Seite 733] blätter-, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.

Russian (Dvoretsky)

εἰνοσίφυλλος: досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый (Πήλιον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.

English (Autenrieth)

(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epithet of wooded mountains.

Greek Monolingual

εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.

Greek Monotonic

εἰνοσίφυλλος: -ον (ἔνοσις), με φυλλωσιά που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἔνοσις.

Middle Liddell

ἔνοσις
with quivering foliage, Il.

Frisk Etymology German

εἰνοσίφυλλος: {einosíphullos}
See also: s. ἔνοσις.
Page 1,464