εὔκολλος

From LSJ
Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκολλος Medium diacritics: εὔκολλος Low diacritics: εύκολλος Capitals: ΕΥΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: eúkollos Transliteration B: eukollos Transliteration C: eykollos Beta Code: eu)/kollos

English (LSJ)

εὔκολλον, (κόλλα) gluing well, sticky, ἰκμάς AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1075] δρυὸς ἰκμάς, gut leimend, Ant. Sid. 17 (VI, 109).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui colle bien.
Étymologie: εὖ, κόλλα.

Russian (Dvoretsky)

εὔκολλος: очень клейкий, липкий (δρυὸς ἰκμάς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκολλος: -ον, (κόλλα) καλῶς συγκολλῶν, κολλητικός, Ἀνθ. Π. 6. 109.

Greek Monolingual

εὔκολλος, -ον (Α)
αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά-κολλος, αμφί-κολλος].

Greek Monotonic

εὔκολλος: -ον (κόλλα), αυτός που κολλάει καλά, κολλητικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-κολλος, ον κόλλα
gluing well, sticky, Anth.