ἀλητός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
(A), ὁ, poet. for ἀλετός, εἰς ἀ. ἐπράθη was sold
A to grind in the mill, Babr.29.1.ἀλητόςἀλητός (B), ή, όν, Adj.
A ground, Archig. ap. Orib.8.1.33.
German (Pape)
[Seite 95] ὁ, Mühle, Batr. 29, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητός: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἀλετός, εἰς ἀλ. ἐπράθη, ἐπωλήθη ὅπως ἀλέθῃ ἐν τῷ μύλῳ, Βαβρ. 29.1.