μικρόχωρος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον, with little land or soil, Str.3.4.19.
German (Pape)
[Seite 185] mit kleinem Lande, Strab.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le terrain est peu étendu.
Étymologie: μικρός, χώρα.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόχωρος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν χῶρον, Στράβ. 166.
Greek Monolingual
μικρόχωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό τόπο, που κατέχει μικρό Χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύχωρος].
Greek Monotonic
μῑκρόχωρος: -ον (χώρα), με λίγο χώρο ή έδαφος, σε Στράβ.