νεόδαρτος
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
ον, A newly stripped off, δέρματα Od.4.437, Arist.Pr.889b10, cf. Od.22.363; ῥινός Epic. inArch.Pap.7.3; ἀσκός Aen.Tact.32.3. 2 newly flayed, βόες X.An.4.5.14.
German (Pape)
[Seite 241] neu, frisch abgezogen; δέρμα, Od. 4, 437. 22, 363; καρβατίναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν, Xen. An. 4, 5, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement écorché.
Étymologie: νέος, δέρω.
Russian (Dvoretsky)
νεόδαρτος:
1 недавно содранный (δέρμα Hom., Arst.);
2 недавно ободранный (βοῦς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόδαρτος: -ον, ὁ νεωστὴ ἐκδαρθείς, ἐπὶ δέρματος, τέσσαρα φωκάων... δέρματ’ ἔνεικεν· πάντα δ’ ἔσαν νεόδαρτα, «νεωστὶ ἐκδαρθέντα» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 437· δέρμα βοὸς νεόδαρτον Χ. 363· ἐκ νεοδάρτων βοῶν, δηλ. ἐκ βοείων δερμάτων νεωστὶ ἐκδαρθέντων, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
νεόδαρτος, -ον (Α)
(για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμόδαρτος].
Greek Monotonic
νεόδαρτος: -ον (δείρω)·
1. αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.
2. νεογδαρμένο δέρμα βοδιού, ἐκ νεοδάρτων βοῶν, σε Ξεν.
Middle Liddell
νεό-δαρτος, ον δείρω
1. newly stripped off, Od.
2. newly flayed, βοῦς Xen.