περικρεμής
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
περικρεμές,
A hanging, cj. for περικρατές in Opp.H.4.541.
II c. dat., hung round with, ἀγάλμασι Luc.Trag.142.
German (Pape)
[Seite 581] ές, darum od. daran hangend, ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι, Luc. Tragodop. 141, ein Tempel, in welchem Geschenke aufgehängt sind.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
rempli de choses suspendues.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
περικρεμής: кругом увешанный (ναὸς π. ἀναθήμασι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
περικρεμής: -ές, ἔχων κρεμάμενα ὁλόγυρα …, ἀναθήμασι Λουκ. Τραγῳδοποδ. 141.
Greek Monolingual
-ές, Α περικρεμάννυμι
1. αναρτημένος γύρω από κάτι
2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικρεμής -ές [περί, κρεμάννυμι] volgehangen met, behangen met, met dat.