εἰδωλόθυτον

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

German (Pape)

[Seite 725] τό, das einem Götzenbilde Geopferte, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδωλόθῠτον: τό, τὸ θυόμενον εἰς τὰ εἴδωλα· - εἰδωλόθυτα, τὰ ἀπομένοντα ἐκ τῶν θυσιῶν κρέατα, ἅπερ ἢ κατεβιβρώσκοντο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς θυσίας ἢ ἐπωλοῦντο (ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἢ φιλαργύρων) ἐν τῇ ἀγορᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29, Ἐπιστ. π. Κοριν. Α. η΄, 1, κλ.