ἐπινήϊος

From LSJ
Revision as of 17:19, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήϊος Medium diacritics: ἐπινήϊος Low diacritics: επινήϊος Capitals: ΕΠΙΝΗΪΟΣ
Transliteration A: epinḗïos Transliteration B: epinēios Transliteration C: epiniios Beta Code: e)pinh/i+os

English (LSJ)

ον, on board ship, AP9.82 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 965] auf dem Schiffe, χοροτυπίη Antip. Th. 51 (IX, 82).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur un vaisseau.
Étymologie: ἐπί, ναῦς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινήϊος: находящийся или совершающийся на корабле (χοροτυπίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήϊος: -ον, (ναῦς, νηῦς) ὁ ἐπὶ τοῦ πλοίου, Ἀνθ. Π. 9. 82.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπινήιος, -ον)
νεοελλ.
φρ. «επινήιο δικαστήριο» — έκτακτο ναυτοδικείο που εκδικάζει πάνω στο πλοίο σοβαρή αξιόποινη πράξη
αρχ.-μσν.
αυτός που βρίσκεται πάνω στο πλοίο.

Greek Monotonic

ἐπινήϊος: -ον (ναῦς, νηῦς), επιβιβασμένος σε πλοίο, πάνω σε πλοίο, σε Ανθ.