κέλυφος

From LSJ
Revision as of 08:44, 9 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέλῡφος Medium diacritics: κέλυφος Low diacritics: κέλυφος Capitals: ΚΕΛΥΦΟΣ
Transliteration A: kélyphos Transliteration B: kelyphos Transliteration C: kelyfos Beta Code: ke/lufos

English (LSJ)

εος, τό,
A sheath, case,
1 in fruits, pod, shell, Arist.GA 752a20, Thphr.HP2.4.2, etc.
2 in animals, sheath, Arist.HA 510a28.
b τὰ κελύφη τῶν ᾠῶν = eggshells, Id.GA743a17; in fish, encasing membrane, Id.HA568b9; τὸ περὶ τὰς γενέσεις κέλυφος ib.600b17.
c envelope, of a chrysalis, ib.551a20, 601a6,8, GA758b17; of the chrysalis of the stag-beetle, Id.HA551b19.
d shell of crustaceous fish, ib. 549b25.
e hollow of the eye, AP9.439 (Crin.).
3 metaph., of old dicasts, ἀντωμοσιῶν κελύφη mere affidavit-husks, Ar.V.545 (lyr.); of an old man's boat, which served as his shell or coffin, AP9.242 (Antiphil.). [ῡ, exc. Opp.C.3.503.] (Prob. cogn. with καλύπτω.)

German (Pape)

[Seite 1416] τό, = κελύφη; von Früchten, Theophr.; vom Ei, Arist. gener. anim. 2, 6; von Schaalthieren, id. – Komisch nennt Ar. Vesp. 545 alte Richter ἀντωμοσιῶν κελύφη. Bei Antiphil. 41 (IX, 242) ein kleiner Kahn.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
étui, fourreau.
Étymologie: καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέλυφος -εος, contr. -ους, τό [~ καλύπτω] dop, schil:; κελύφη καρύων notendoppen Luc. 14.38; overdr. restant:. κ. ἀντωμοσιῶν administratieve troep Aristoph. Ve. 545.

Russian (Dvoretsky)

κέλῡφος: εος τό
1 оболочка, кожица (τοῦ σπέρματος, περί τι Arst.);
2 скорлупа (ᾠοῦ, τῶν καράβων καὶ τῶν καρκίνων Arst.);
3 полость, орбита: ἐρημαῖον κ. ὄμματος Anth. пустая глазница;
4 челнок, «скорлупка» Anth.;
5 шутл. вместилище: ἀντωμοσιῶν κελύφη Arph. старые крючкотворы, судейские крючки.

Greek Monolingual

το (Α κέλυφος)
1. τσόφλι
2. όστρακο, καύκαλο, καβούκι
νεοελλ.
1. τεχνολ. τρισδιάστατη φέρουσα κατασκευή που αποτελείται από επιφάνειες απλής ή διπλής κύρτωσης
2. ζωολ. όρος που χρησιμοποιείται για το εξωτερικό και συνήθως σκληρό περίβλημα τών οστρακόδερμων
αρχ.
1. (για καρπούς) φλοιός
2. (για ζώα) θήκη
3. (για ψάρια) η μεμβράνη που περιέχει τα αβγά
4. (για έντομα) η θήκη που περιέχει τη χρυσαλλίδα
5. το όστρακο τών μαλακοστράκων
6. η κοιλότητα του ματιού
7. (μτφ. με σκωπτική σημ.) οι γηρασμένοι δικαστές («ἀντωμοσιῶν κελύφη», Αριστοφ.)
8. φρ. «γήινον κέλυφος» — το ανθρώπινο σώμα (Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το καλύπτω (αν και το -υ- του ρ. είναι βραχύ), καθώς και με τα ουδ. νάκος, σκῦτος, δέρος «δέρμα, προβιά»].

Greek Monotonic

κέλῡφος: -εος, τό,
1. θήκη, θηκάρι, φλοιός, περίβλημα, σε Αριστ.· βαθούλωμα του ματιού, σε Ανθ.
2. μεταφ., λέγεται για γηρασμένους δικαστές, ἀντωμοσιῶν κελύφη, σε Αριστοφ.· λέγεται για τη βάρκα γέρου ανθρώπου, η οποία λειτουργεί σαν και το φέρετρό του, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

κέλῡφος: -εος, τό, θήκη, «θηκάρι», 1) ἐπὶ καρπῶν, ὁ φλοιός, τὸ περίβλημα, ὅπερ διαφόρως ὀνομάζεται κατὰ τοὺς καρπούς, λ.χ. λοβός, λοπός, λέπυρον, κάλυξ, κελύφανον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 3· τὰ τῶν κυάμων κελύφη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 21· κ. ἐρεβίνθου 2. 4, 2. 2) παρὰ ζῴοις, θήκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 16, κ. ἀλλ. β) κ. ᾠοῦ, «αὐγόφλουδα», αὐτόθι 6. 14, 7· ἐν τοῖς ἰχθύσιν, ἡ περιέχουσα μεμβρᾶνα, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 20. γ) τὸ περὶ τὰς γενέσεις κ., ἡ θήκη ἡ περιέχουσα τὰ ἔντομα κατὰ τὴν γέννησιν αὐτῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 5, πρβλ. 9, π. Ζ. Γεν. 3. 9, 6· ἡ θήκη τῆς χρυσαλλίδος, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 5 κἑξ.· ἐπὶ κερασφόρων κανθάρων, αὐτόθι 12. δ) τὸ ὄστρακον τῶν μαλακοστράκων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 10. ε) τὸ κοῖλον τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 439. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἀρχαίων γεγηρακότων δικαστῶν, ἀντωμοσιῶν κελύφη, κελύφη καὶ οὐδὲν πλέον, Ἀριστοφ. Σφ. 545·- ἐπὶ τῆς λέμβου γέροντος, ἥτις τῷ ἐχρησίμευεν ὡς θήκηφέρετρον αὐτοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 242·- γήϊνον κ., ἐπὶ τοῦ σώματος, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Συνεσ. (Τὸ ῡ καθιστᾷ ἀμφίβολον τὴν πρὸς τὸ καλύπτω σχέσιν· τινὲς παραβάλλουσι τὸ Λατ. glūbo).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: fruit-, onion-, eggshell etc., cover (Ar. V. 545 [lyr.], Arist., Thphr., AP ).
Derivatives: κελύφιον (Arist.), κελύφανον id. (Lyc., Luc.) with κελυφανώδης shell-like (Thphr.); also κολύφανον φλοιός, λεπύριον H. (-ο- after κολεός a. o. (?), cf. Grošelj Razprave 2, 43).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the neutral gender, which is rare in φ-derivations, cf. the synonymous σκῦτος, νάκος, δέρος a. o. As "envelop" κέλυφος has been connected with the group of καλύπτω. We saw that this verb is Pre-Greek, and the same is true of our word (note -υφ-). Cf. on κολέος. - Wrong Sütterlin IF 25, 67, Pisani Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 150.

Middle Liddell

κέλῡφος, εος,
1. a sheath, case, pod, shell, Arist.: the hollow of the eye, Anth.
2. metaph. of old dicasts, ἀντωμοσιῶν κελύφη mere affidavit- husks, Ar.;—of an old man's boat, which served as his coffin, Anth. [deriv. uncertain]

Mantoulidis Etymological

(=τσόφλι, φλούδα). Ἴσως ἀπό τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

coffin

Afrikaans: doodskis, kis; Albanian: qivur, arkivol; Amharic: የሬሳ ሣጥን; Arabic: تَابُوت‎; Egyptian Arabic: تابوت‎; Armenian: դագաղ; Asturian: caxa, andes, tumba, urna; Azerbaijani: tabut; Bashkir: табут; Belarusian: труна, гроб, дамаві́на, дамоўка; Bengali: শবাধার; Bulgarian: ковчег; Burmese: ခေါင်း; Catalan: fèretre, taüt; Cebuano: lungon; Chinese Cantonese: 棺材; Dungan: гуанцэ; Hakka: 棺材; Mandarin: 棺材, 棺; Min Dong: 棺材; Min Nan: 棺柴; Wu: 棺材; Crimean Tatar: tabut; Czech: rakev; Danish: kiste, ligkiste; Dutch: doodskist, kist; Esperanto: ĉerko; Estonian: puusärk, kirst; Faroese: kista, líkkista; Finnish: ruumisarkku, arkku; French: cercueil; Galician: cadaleito, caixa, féretro, ataúde; Gallurese: baulu; Georgian: კუბო; German: Sarg; Greek: φέρετρο; Ancient Greek: ἀγγεῖον, ἄγγος, γλωσσοκομεῖον, γλωττοκομεῖον, δροίτη, κέλυφος, κλιντήρ, λανός, λάρναξ, λέχος, ληνός, λοπᾶς, μάκτρα, μονόκλινον, νεκροδόκος κλιντή, νεκροθήκη, νεκροφόρον, σαρκοφάγος, σορός, χηλός; Hebrew: אָרון‎, גְּלוֹסְקֵמָה‎; Hindi: ताबूत; Hungarian: koporsó; Icelandic: líkkista, kista; Ido: sarko; Ilocano: lungon; Indonesian: peti jenazah, peti mati, peti mayat, keranda; Irish: cónra; Italian: bara, cassa da morto, feretro; Japanese: 棺, 棺桶; Kapampangan: kabaung; Kazakh: табыт; Khmer: មឈូស; Korean: 관(棺); Kurdish Central Kurdish: دارەتەرم‎; Northern Kurdish: tabût, darbest; Kyrgyz: табыт; Lao: ໂລງ, ຫີບສົບ, ໂຮງ; Latgalian: škiersts, grobs; Latin: capulus, arca, loculus; Latvian: zārks; Lithuanian: karstas; Luxembourgish: Lued, Doudelued; Macedonian: ковчег; Malay: keranda; Malayalam: ശവപ്പെട്ടി; Maltese: tebut; Manchu: ᡥᠣᠪᠣ; Manx: coavin, kishtey keyl; Maori: kāwhena, puraku; Mongolian: авс; Neapolitan: tauto; Nepali: टाँड; Norman: côffre; Norwegian Bokmål: kiste, gravkiste, likkiste; Nynorsk: kiste, likkiste; Occitan: caissa, taüc, ataüc; Pashto: تابوت‎; Persian: تابوت‎; Plautdietsch: Soakj; Polish: trumna; Portuguese: caixão, ataúde; Punjabi: ਕਫ਼ਨ; Romanian: sicriu, coșciug; Romansch: vaschè; Russian: гроб, домовина; Samogitian: grabs; Sardinian Campidanese: baullu, lèttia; Logudorese: lettèra; Sassarese: littéra, bauri; Scottish Gaelic: ciste, ciste-mhairbhe; Serbo-Croatian Cyrillic: ковчег, лије̑с, ле̑с; Roman: kovčeg, lijȇs, lȇs; Sicilian: tabbutu, cascia di mortu; Silesian: truła; Slovak: rakva; Slovene: krsta; Sorbian Lower Sorbian: kašć; Spanish: ataúd, féretro, cajón, urna, panteón, caja mortuoria; Swahili: jeneza; Swedish: kista, likkista; Tagalog: kabaong, ataul; Tajik: тобут; Tamil: சவப்பெட்டி; Tatar: табут; Telugu: శవపేటిక; Thai: โลง, โลงศพ, หีบศพ; Tibetan: རོ་སྒམ; Turkish: tabut; Turkmen: tabyt; Ukrainian: труна, гріб, домовина; Urdu: تابوت‎; Uyghur: تاۋۇت‎; Uzbek: tobut; Vietnamese: quan tài, hòm; Volapük: sark; Walloon: waxhea, lujhea; Welsh: arch; Yiddish: אָרון‎; Zhuang: faex, gouh