πρόσεδρος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, (ἕδρα) A sitting near, cj. for πρόεδρος in D.C.57.7 (sed leg. πάρεδρος): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος S.Tr.794. II assiduous, Hsch.
German (Pape)
[Seite 757] dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόσεδρος, der Beisitzer.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui siège auprès, qui se trouve auprès.
Étymologie: πρός, ἕδρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.
Russian (Dvoretsky)
πρόσεδρος: находящийся рядом или вокруг: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόσεδρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος
2. πάρεδρος
νεοελλ.
φρ. «πρόσεδρος υπουργός» — βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει κάπου
2. φρ. «ἐκ προσέδρου λιγνύος»
μτφ. του καπνού που βγαίνει γύρω-γύρω από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρόεδρος].
Greek Monotonic
πρόσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που κάθεται δίπλα, πρόσεδρος λιγνύς, καπνός που αιωρείται, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ πλησίον καθήμενος, πάρεδρος, Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «πρόσεδρος· παρακαθήμενος, σχολάζων».
Middle Liddell
πρόσ-εδρος, ον, ἕδρα
sitting near, πρ. λιγνύς smoke hanging about, Soph.