σύμμορος

Revision as of 11:41, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, united in the same μόρα, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Th.4.93.

German (Pape)

[Seite 983] wie συντελής, mit zu Abgaben verpflichtet, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, und die ihnen unterthan waren, Thuc. 4, 93.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
associé, confédéré.
Étymologie: σύν, μείρομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμορος -ον, Att. ook ξύμμορος [σύν, μόρα] tot dezelfde legerafdeling behorend als, met dat.

Russian (Dvoretsky)

σύμμορος: обложенный данью или налогами, т. е. зависимый, подвластный (Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Thuc.).

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α
αυτός που ανήκε στην ίδια φορολογική κατηγορία («Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορος (< μόρα [Ι] «τάγμα»), πρβλ. ἔμμορος].

Greek Monotonic

σύμμορος: -ον, ενωμένος, συγχωνευμένος για φορολογικούς λόγους, υποτελής που καταβάλλει φόρους, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορος: -ον, ὡς τὸ συντελής, ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.

Middle Liddell

σύμ-μορος, ον,
united for purposes of taxation, Thuc.