κισηροειδής

From LSJ
Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐσηροειδής Medium diacritics: κισηροειδής Low diacritics: κισηροειδής Capitals: ΚΙΣΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kisēroeidḗs Transliteration B: kisēroeidēs Transliteration C: kisiroeidis Beta Code: kishroeidh/s

English (LSJ)

κισηροειδές, like pumice-stone, Diog.Apoll.in Placit.2.13.5, Thphr. HP 3.7.5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mieux que κισσηροειδής;
qui ressemble à la pierre ponce.
Étymologie: κίσηρις, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

κῐσηροειδής: и κισσηροειδής, Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κισηροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὅμοιος πρὸς κίσηριν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 7, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 508.

Greek Monolingual

κισηροειδής, -ές (AM)
αυτός που μοιάζει με κίσηρη.
επίρρ...
κισηροειδῶς (Α)
όπως η κίσηρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσηρις + -ειδής (< εἶδος)].