Λαύρειον
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
τό, promontory in the south of Attica, famous for its silvermines, Hdt.7.144, Th.2.55, EM533.34, etc.; Λαύρεον, IG22.1582.67, al.; later Λαύριον, Paus.1.1.1:—Adj. Λαυρεωτικός or Λαυρειωτικός, ή, όν, from Laureion, of Mt. Laurium, Ar.Av.1106, Plu.Nic.4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mieux que Λαύριον;
Laureion ou Laurion, mont. de l'Attique près de Sounion.
Étymologie: pê λᾶς de *λαϜ(α)ρ-.
Greek (Liddell-Scott)
Λαύρειον: τό, τόπος ἐν Ἀττικῇ ἔνθα ἦσαν τὰ περίφημα ἐν τῇ ἀρχαιότητι ἀργύρεια μέταλλα, Ἡρόδ. 7. 144, Θουκ. 2. 55, κτλ.· ― Λαυρειωτικὸς ἢ Λαυρεωτικός, ή, όν, ἐκ τοῦ ὄρους Λαυρείου, ἴδε ἐν λέξ. γλαῦξ. ― Ἴδε καὶ Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 41 κἑξ.
Greek Monolingual
το (Α λαύρειον και λαύρεον και λαύριον)
ως κύριο όν. το Λαύριο (Λαύριον) ή αρχ. Λαύρειον ή Λαύρεον
παράλια πόλη στη νοτιοανατολική Αττική, περίφημη για τα μεταλλεύματα της περιοχής της
νεοελλ.
μτφ. πολύ προσοδοφόρα επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαύρα, λόγω των ορυχείων της περιοχής].
Greek Monotonic
Λαύρειον: τό, περιοχή στα νότια της Αττικής, περίφημη για τα μεταλλεία αργύρου, σε Ηρόδ., Θουκ.· Λαυριωτικός, -ή, -όν, από το βουνό του Λαυρίου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Λαύρειον, ου, τό,
a mountain in the S. of Attica, famous for its silver-mines, Hdt., Thuc.
Wikipedia EN
Lavrio, Lavrion, Laureion or Laurium (Greek: Λαύριο; Ancient Greek: Λαύρειον (later Λαύριον); from Middle Ages until 1908: Εργαστήρια Ergastiria) is a town in southeastern part of Attica, Greece. It is part of Athens metropolitan area and the seat of the municipality of Lavreotiki. Laurium was famous in Classical antiquity for its silver mines, which was one of the chief sources of revenue of the Athenian state. The metallic silver was mainly used for coinage. The Archaeological Museum of Lavrion shows much of the story of these mines.