ἔνυγρος
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ἔνυγρον,
A in the water, aquatic, of animals, Arist.Spir.482a21: = ἔνυδρος, of plants, Thphr. CP 1.21.6, 6.11.13, v.l. in Ps.-Dsc.4.134.
II wet, damp, τόποι Arist.Mete.351a19; ἔτος Id.HA569b21.
III watery, καρπός D.S.12.58.
IV Astrol., involved in loss at sea, πραγμάτων φθορεὺς καὶ ἔνυλός τε καὶ ἔνυγρος Rhetor. in Cat.Cod.Astr.1.151 (cf. ἕξει.. χρημάτων ἀποβολὴν καὶ ἐμπρήσεις καὶ ναυαγίας Heph.Astr.1.1).
Spanish (DGE)
-ον
I 1que contiene agua o cualquier elemento líquido, lleno de agua o líquido, διαχώρημα Hp.Coac.598, καρποὶ ἔνυγροι frutos jugosos D.S.12.58.4, μέλι ... τῇ συστάσει δὲ μήτε παχὺ καὶ θρομβῶδες μήτε ἔ. Orib.2.62.1, ὦτα ἔνυγρα oídos llenos de agua Antyll. en Orib.10.27.16, ὀφθαλμοὶ ἔνυγροι ojos acuosos, e.e., llenos de lágrimas Polem.Phgn.19, en ac. como adv., Adam.Epit.Matr.6 (p.332), ἔ. πάθος enfermedad humoral Teucer en Cat.Cod.Astr.7.212, de un planeta πραγμάτων φθορεὺς καὶ ἔνυλος τε καὶ ἔ. destructor de cosas, tanto en lo de la madera como en lo del agua, e.e., tanto por los incendios como por los naufragios Rhetor.Cat.Cod.Astr.1.151.
2 húmedo, lleno de humedad τόποι Arist.Mete.351a19, Heph.Astr.3.5.29, τὸ βαρύ πνεῦμα καὶ ἔ. Porph.Sent.29, κέρας Antig.Mir.29, γλῶσσα ἔ. S.E.P.1.52, ἡ ἔ. οὐσία καὶ μάλιστα ἡ ἁλμυρά Heraclit.All.56
•neutr. plu. subst. τὰ ἔνυγρα lugares húmedos, humedales φύονται ἐν παλισκίοις καὶ περὶ τὰ ἔνυγρα nacen en lugares sombríos y en torno a lugares húmedos ciertas plantas, Ps.Dsc.4.134 (cód.), cf. Alex.Aphr.in Sens.76.9
•neutr. sg. subst. τὸ ἔ. la tierra o región húmeda Str.1.3.5
•lluvioso ἔτος Arist.HA 569b21.
3 que vive o se desarrolla en el agua, acuático gener. subst. τὰ ἔνυγρα (sc. ζῴα) animales acuáticos Arist.Spir.482a21, cf. S.E.M.11.29, (sc. φυτά) plantas acuáticas Menest.5, Thphr.CP 6.11.13
•bot. κόριον ἔ. culantro acuático o de pozo, otro n. del adianto Adiantum capillus-veneris L., Ps.Dsc.4.134.
II mineral., subst. ὁ ἔ. n. de una gema o piedra preciosa líquida en su interior, quizá la calcedonia, Plin.HN 37.190, cf. ἔνυδρος II.
German (Pape)
[Seite 860] feucht, naß; ἔτος Arist. H. A. 6, 15; καρποί D. Sic. 12, 58; a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἔνυγρος:
1 влажный, мокрый (πεδία Arst.);
2 дождливый, сырой (ἔτος Arst.);
3 водяной (sc. ζῷα Arst.);
4 водянистый (καρποι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνυγρος: -ον, ὁ ζῶν ἢ τρεφόμενος ἐντὸς τοῦ ὕδατος, ἔνυδρος, ἐπὶ ἰχθύων ἢ φυτῶν, τοῖς δὲ δὴ ἐνύγροις τίς ἡ τροφὴ καὶ αὔξησις τοῦ συμφύτου; Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 2, 12· κόριον ἔνυγρον = ἀδίαντον, Διοσκ. 4. 134 (136). ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, τόποι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· ἔτος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 8. ΙΙΙ. πλήρης ὕδατος, «νερουλός», καρποί... ἔνυγροι παντελῶς Διόδ. 12. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνυγρος, -ον)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει στο νερό, ένυδρος, υδρόβιος
2. υγρός, κάθυγρος, γεμάτος υγρασία
αρχ.
1. ο γεμάτος νερό, νερουλός
2. αστρολ. ο προορισμένος να ζημιωθεί στη θάλασσα.
Translations
moist
Arabic: رَطِب, بَلّ; Armenian: թաց; Belarusian: вільготны; Bulgarian: влажен; Catalan: humit; Chamicuro: sawa; Chinese Mandarin: 潮濕/潮湿, 濕潤/湿润; Xiang: 水垮垮; Czech: vlhký; Danish: fugtig; Dutch: vochtig, nattig; Esperanto: malseketa; Finnish: kostea; French: humide, moite; Middle French: moiste; Old French: moiste; Friulian: umid; Galician: lento, húmido; Georgian: ნესტიანი; German: feucht; Greek: νοτισμένος, νοτερός, υγρός; Ancient Greek: ἄμυρος, βρεχώδης, βροχμώδης, βροχώδης, διάβροχος, διαντικός, διερός, δροσερός, δροσινός, ἐνδιής, ἔνδιος, ἔνδροσος, ἔνικμος, ἐννότιος, ἔννοτος, ἔνυγρος, ἔνυδρος, κατάρρυτος, νοτερός, παρδακός, πλαδαρός, ὑγρός, ὑδρηλός; Hindi: गीला, आबी, नम; Hungarian: nyirkos; Iban: embap; Icelandic: rakur, tárvotur; Ido: humida; Indonesian: lembap; Ingrian: nepsiä, nahkia; Italian: umido; Japanese: 湿った, しっとり; Korean: 축축한; Kurdish Northern Kurdish: şêdar; Latin: uvidus; Latvian: mitrs, mikls, valgs, valgans; Malay: lembap; Maori: kōpūtoitoi, mākūkū, haumākū, monoku, toriwai, hauwai, hauwai, mākū, tōwahiwahi, tōwahiwahi, tōwāwahi; Middle English: moiste; Norwegian Bokmål: klam, fuktig; Occitan: umid; Persian: نمناک; Plautdietsch: feicht; Polish: wilgotny; Portuguese: úmido, húmido; Romanian: umed; Russian: влажный; Slovak: vlhký; Slovene: vlážen; Spanish: húmedo; Swedish: fuktig; Thai: ชุ่มชื้น; Turkish: nemli, rutubetli; Ukrainian: вологий; Vietnamese: ẩm