λυσιφλεβής

From LSJ
Revision as of 09:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐφλεβής Medium diacritics: λυσιφλεβής Low diacritics: λυσιφλεβής Capitals: ΛΥΣΙΦΛΕΒΗΣ
Transliteration A: lysiphlebḗs Transliteration B: lysiphlebēs Transliteration C: lysiflevis Beta Code: lusiflebh/s

English (LSJ)

λυσιφλεβές, opening the veins, AP6.94 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ouvre les veines.
Étymologie: λύω, φλέψ.

German (Pape)

[ῡ], ές, die Adern lösend, σάγαρις, Philp. 6 (VI.94), wo es »die Samenader abschneidend« bedeutet.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐφλεβής: вскрывающий жилы (σάγαρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιφλεβής: -ές, ὁ λύων, τέμνων τὰς φλέβας, δηλ. τὴν σπερματώδη φλέβα, τὸ γεννητικὸν μόριον, Ἀνθ. Π. 6. 94.

Greek Monolingual

λυσιφλεβής, -ές (Α)
αυτός που επιφέρει λύση της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -φλεβής (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. ευφλεβής].

Greek Monotonic

λῡσιφλεβής: -ές (φλέψ), αυτός που ανοίγει τις φλέβες, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῡσι-φλεβής, ές φλέψ
opening the veins, Anth.