γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 860] ὁ, das Träumen, Sp.
ἐνυπνιασμός: ὁ, = ὀνειρωγμός, Κύριλλ. Ἱεροσ. 82, Νείλ. Ἐπιστ. σ. 231, ἔκδ. Ἀλλατ., κλ.