παντοχάρυβδις
English (LSJ)
[χᾰ], εως, ἡ, all-devouring gulf or whirlpool, Bgk. for ποντοχ- in Hippon. 85.1.
Greek (Liddell-Scott)
παντοχάρυβδις: ὁ, ἄβυσσος ἢ δίνη τὰ πάντα καταπίνουσα (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου barathrum macelli), ὡς ὁ Bgk. ἀντὶ ποντόχ- ἐν Ἱππώνακτι 56· πρβλ. μεθυσοχάρυβδις.
Greek Monolingual
-ύβδεως, ή, Α
η άβυσσος ή η δίκη που καταβροχθίζει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + χάρυβδις (πρβλ. γαστροχάρυβδις, μεθυσοχάρυβδις)].