πολυφυής
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
πολυφυές, (φυή) divided into many, manifold, Arist.HA493a1.
German (Pape)
[Seite 676] ές, vielartig, mannichfaltig; Arist. H. A. 1, 11; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
πολυφῠής: разделенный на много частей: τὸ πολυφυὲς (τοῦ σώματος) οὖλον Arst. разделенная (на множество зубных луночек) часть рта (называется) десной.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφυής: -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, πολυμερής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. διφυής.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει πολλαπλή φύση, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυής (< φυή ή φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. ευφυής, μεγαλοφυής].