νοοπλανής

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοπλᾰνής Medium diacritics: νοοπλανής Low diacritics: νοοπλανής Capitals: ΝΟΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: nooplanḗs Transliteration B: nooplanēs Transliteration C: nooplanis Beta Code: nooplanh/s

English (LSJ)

νοοπλανές,
A wandering in mind, deranged, ib.4.197.
II Act., distracting the mind, ib.29.69.

Greek (Liddell-Scott)

νοοπλᾰνής: -ές, ὁ πλανώμενος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Δ. 4. 197. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν πλανῶν, ὁ ἐπιφέρων παραφροσύνην, αὐτόθι 29. 69.

Greek Monolingual

νοοπλανής, -ές (Α)
1. φρενοβλαβής
2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολοπλανής, ψυχοπλανής].

German (Pape)

ές, im Verstande verwirrt, irres Geistes, Nonn. D. 4.198 und andere Spätere – Auch akt., den Verstand verwirrend, μενοιναί, Nonn. D. 9.44.