πλατύσαρκος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ον, broad-fleshed, στῆθος Polem.Phgn.42.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πληθωρικές σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύσαρκος].
Full diacritics: πλᾰτύσαρκος | Medium diacritics: πλατύσαρκος | Low diacritics: πλατύσαρκος | Capitals: ΠΛΑΤΥΣΑΡΚΟΣ |
Transliteration A: platýsarkos | Transliteration B: platysarkos | Transliteration C: platysarkos | Beta Code: platu/sarkos |
[ῠ], ον, broad-fleshed, στῆθος Polem.Phgn.42.
-ον, Α
αυτός που έχει πληθωρικές σάρκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύσαρκος].