πολυρραφής
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
πολυρραφές, = πολύρραπτος (much-sewn, well-stitched), EM 148.37.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πολύρραφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρραφής (< ῥαφή, πρβλ. νεορραφής].
German (Pape)
ές, vielfach zusammengenäht, Nonn.