τρίγονος

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγονος Medium diacritics: τρίγονος Low diacritics: τρίγονος Capitals: ΤΡΙΓΟΝΟΣ
Transliteration A: trígonos Transliteration B: trigonos Transliteration C: trigonos Beta Code: tri/gonos

English (LSJ)

(proparox.), ον,
A thrice-born, Διόνυσος Orph.H.30.2.
II in plural simply = τρεῖς, three, τέκνα τ. E.HF1023; κόραι τ. Id.Ion 496 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 1142] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 engendré trois fois (Bacchus);
2 pl. engendré au nombre de trois.
Étymologie: τρεῖς, γίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγονος -ον [τρι -, γίγνομαι] van drie geboorten, drie:. τέκνα τρίγονα drie kinderen Eur. HF 1023.

Russian (Dvoretsky)

τρίγονος: (ῐ) трижды рожденный: τρίγονοι κόραι Eur. три дочери.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος
2. στον πληθ. τρίγονοι, -α
τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δίγονος].

Greek Monotonic

τρίγονος: -ον (γίγνομαι), τριπλά γεννημένος· στον πληθ. απλώς = τρεῖς, τρία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγονος: -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, Διόνυσος Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἁπλῶς = τρεῖς, τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ τρεῖς».

Middle Liddell

τρί-γονος, ον, γίγνομαι
thrice-born: in plural simply = τρεῖς, three, Eur.