περιδίνησις
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
-εως, ἡ, whirling round, rotation, revolution, ἀέρος Plu. Flam.10, cf. Plot.2.2.1, Theol.Ar.60; τροχοῦ Arr.Tact.38.3, Philostr. Jun.Im.10; τρυπάνου Heliod. ap. Orib.46.11.12.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Herumdrehen im Kreise; Plut. plac. phil. 2, 13, öfter; Schol. Ap. Rh. 4, 444 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tournoiement.
Étymologie: περιδινέω.
Russian (Dvoretsky)
περιδίνησις: εως (δῑ) ἡ кружение, вращение (κύκλῳ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιδίνησις: -εως, ἡ, περιστροφή, Πλουτ. Φλαμιν. 10, ὁ αὐτ. 2, 888D, Φιλόστρ. 880, κτλ.
Greek Monotonic
περιδίνησις: -εως, ἡ, περιστροφή ολόγυρα, στροβιλισμός, περιδίνηση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
περιδίνησις, εως, [from περιδινέω
a whirling round, Plat.