Ναύκρατις

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ναύκρᾰτις Medium diacritics: Ναύκρατις Low diacritics: Ναύκρατις Capitals: ΝΑΥΚΡΑΤΙΣ
Transliteration A: Naúkratis Transliteration B: Naukratis Transliteration C: Naykratis Beta Code: *nau/kratis

English (LSJ)

ιος or εως, ἡ, Naucratis in Egypt, Hdt.2.97; Ναυκρατίτης [ῑ], ου, ὁ, <*> Naucratite, Call.Epigr.40, Str.17.1.33; στέφανος N., = σάμψυχος, Anacr.83:—Adj. Ναυκρατῑτικός, ή, όν, D.24.11.

French (Bailly abrégé)

ιος ou εως (ἡ) :
Naucratis, ville du Delta égyptien.

Russian (Dvoretsky)

Ναύκρατις: εως, ион. ιος, поэт. ιδος ἡ Навкратия (греч. город, колония милетцев на вост. берегу Канопского рукава нильской Дельты) Her., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ναύκρᾰτις: -ῑος ἢ -εως, ἡ, πόλις ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 97· - Ναυκρατίτης [ῑ], -ου, ὁ, πολίτης τῆς Ναυκρατίας, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 40, Στράβ. 808· - ἐπίθετ. Ναυκρατῑτικός, ή, όν, Δημ. 703. 15.

Greek Monolingual

Ναύκρατις, -ιος και -εως, ἡ (Α)
πόλη της Αιγύπτου την οποία έκτισαν οι Μιλήσιοι το 550 περίπου π. Χ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ναῦς «πλοίο» + κρατῶ με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. ναύπρηστις)].

Greek Monotonic

Ναύκρᾰτις: -ιος ή -εως, ἡ, η πόλη Ναύκρατις της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Naucratis in Egypt, Hdt.