διώκτης
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ου, ὁ, = διωκτήρ, 1 Ep. Ti. 1.13.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): διωττ- Hsch.
I 1perseguidor, crist. perseguidor de los cristianos de San Pablo, 1Ep.Ti.1.13, Acta Phil.4.6, Cyr.Al.Luc.1.103, de Constancio ὠμότερος τῶν πρὸ αὐτοῦ τυράννων καὶ διωκτῶν Ath.Al.H.Ar.40.1, de Herodes, Gr.Naz.M.35.589B, del emperador Juliano, Gr.Naz.M.35.1121A, de un hereje δ. ἐστὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως Gr.Nyss.Ref.Eun.333.28
•subst. ὁ δ. el perseguidor, el que persigue ὁ δ. τοῦ λόγου Clem.Al.Strom.5.5.27, cf. Cyr.Al.M.69.824D.
2 que ahuyenta, que pone en fuga c. gen. obj. δ. τοῦ σκότους dicho de Cristo A.Thom.A 80.
3 διώττας· ἐργοδιώκτας e.d. capataces prob. cret., Hsch.
II de abstr. propio de la persecución, de la persecución καιρός Gr.Naz.M.37.619A, 961A.
German (Pape)
[Seite 649] ὁ, dasselbe, LXX., K. S.
English (Strong)
from διώκω; a persecutor: persecutor.
English (Thayer)
διωκτου, ὁ (διώκω), a persecutor: 1 Timothy 1:13. Not found in secular writings.
Greek Monolingual
ο (AM διώκτης, ο
θηλ. διῶκτις και διώκτρια, η) διώκω
1. αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον
2. κυνηγετικό σκυλί
μσν.
αυτός που απομακρύνει.
Russian (Dvoretsky)
διώκτης: ου ὁ гонитель NT.
Chinese
原文音譯:dièkthj 笛哦克帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:追(者)
字義溯源:迫害者,逼迫者,逼迫人的;源自(διώκω)=追求);而 (διώκω)出自(δίψυχος)X*=逃走)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 逼迫者(1) 提前1:13
French (New Testament)
ου (ὁ) persécuteur
διώκω