ψυχρολούτης
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ψυχρολούτου, ὁ, bather in cold water, Lat. psychroluta Seneca Ep.53.3.
German (Pape)
[Seite 1405] ὁ, der sich in kaltem Wasser badet.
Russian (Dvoretsky)
ψυχρολούτης: ου ὁ купающийся в холодной воде Sen.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρολούτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ψυχρῷ ὕδατι λουόμενος, πρβλ. Seneca Ep. 53.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μτφ. αυτός που πλύνεται με κρύο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -λούτης (< λούω)].