προσωποῦττα

From LSJ
Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωποῦττα Medium diacritics: προσωποῦττα Low diacritics: προσωπούττα Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΥΤΤΑ
Transliteration A: prosōpoûtta Transliteration B: prosōpoutta Transliteration C: prosopoytta Beta Code: proswpou=tta

English (LSJ)

ἡ, contr. for προσωπόεσσα, vessel with a face, Polem. Hist.94, Poll.2.48.

German (Pape)

[Seite 790] ἡ, statt προσωπόεσσα, ein Gefäß mit einem Gesichte, Poll. 2, 48.

Greek (Liddell-Scott)

προσωποῦττα: ἡ, συνῃρ. ἀντὶ προσωπόεσσα, ἀγγεῖον μετὰ προσώπου, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 51. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσωποῦττα· Πολέμων (σ. 147) ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ἱερὰ ἔπεμπον».

Greek Monolingual

ἡ, Α
(συνηρ. τ. του προσωπόεσσα) αγγείο με πρόσωπο («προσωποῦττα
Πολέμων ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ιερὰ ἔπεμπον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -οῦττα (πρβλ. μελιτοῦττα), βλ. λ. -όεις].