τελέσκω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A v. τελίσκω:—τέλεσκον, Ion. impf. of τελέω.
German (Pape)
[Seite 1085] f. L. für τελίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
τελέσκω: ἴδε ἐν λ. τελίσκω· - τέλεσκον, Ἰων. παρατ. τοῦ τελέω.