ἀναβαθμός
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ὁ,
A flight of steps, stair, Hdt.2.125, Arist.Oec.1347a5, D.C.65.21; δι' ἀναβαθμῶν by degrees, Ph.2.557.
German (Pape)
[Seite 179] ὁ, dass., Her. 1, 125; Ael. H. A. 6, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαθμός: ὁ, κλῖμαξ, βαθμός, Ἡροδ. 2. 125, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 5. 1, Δίων Κ. 65. 21· «τοὺς δὲ ἀναβαθμοὺς (εἴποις ἂν) καὶ βάθρα καὶ ἕδρας καὶ ἑδώλια» Πολυδ. Δ. 121· «ἀναβαθμοί, ἀναβάσεις» Σουΐδ. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ οἱ ἀναβαθμοὶ εἶναι διάφορα ἀντιφωνικὰ τροπάρια· πᾶς ἦχος ἔχει τοὺς ἀναβαθμοὺς αὑτοῦ· οἱ ἀναβαθμοὶ διαιροῦνται εἰς τρία μέρη, ἅτινα καλοῦνται ἀντίφωνα.