πατριαρχία
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
German (Pape)
[Seite 535] ἡ, Patriarchat, Sp.
Greek Monolingual
και πατριαρχεία, ἡ, ΝΜ πατριάρχης
1. η αρχή και το αξίωμα του πατριάρχη
2. ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου είναι κάποιος πατριάρχης, η θητεία του πατριάρχη
νεοελλ.
1. η υπεροχή του πατέρα, η κυριαρχική θέση του μέσα στην οικογένεια και η απόλυτη υπακοή στις διαταγές του
2. (κοινων.) η κατά πατριές οργάνωση της πρωτόγονης κοινωνίας, κατά την οποία απόλυτος αρχηγός ήταν ο πατέρας της οικογένειας ή, σε ευρύτερη μορφή, αυτός που θεωρούσαν αρχηγό του γένους, της πατριός, σε αντιδιαστολή με την μητριαρχία
3. η διοίκηση μιας οικογενειακής ομάδας από έναν υπερήλικο άντρα.