ἐπιείκεια

From LSJ
Revision as of 13:32, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιείκεια Medium diacritics: ἐπιείκεια Low diacritics: επιείκεια Capitals: ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ
Transliteration A: epieíkeia Transliteration B: epieikeia Transliteration C: epieikeia Beta Code: e)piei/keia

English (LSJ)

ἡ,
A reasonableness, ἔχει τινὰ οὗτος ὁ λόγος ἐπιείκειαν Hp. Fract.31.
2. equity, opp. strict law, Arist.Top.141a16, etc.; κατ' ἐπιείκειαν, opp. κατὰ τοὺς ὅρκους, Isoc.18.34; ἄκαμπτον εἰς ἐπιείκειαν Plu.Cat.Mi.4.
3. of persons, reasonableness, fairness, Th.3.40, 48, 5.86, Pl.Lg.735a, etc.; ἐ. καὶ πρᾳότης Plu.Per.39, cf.2 Ep.Cor.10.1; also, goodness, virtuousness, Lys.16.11, D.21.207, Arist.EN1175b24: pl., joined with χάριτες, Isoc.4.63, cf. 15.149.
II. personified, Clemency, Plu.Caes.57.

German (Pape)

[Seite 940] ἡ, die Billigkeit, nach Plat. defin. 412 b u. Arist. Eth. Nic. 5, 10 Milderung des strengen Rechtes mit Berücksichtigung der Umstände, ἐπιεικείᾳ τινὶ δ, καίᾳ χρώμενον Plat. Legg. V, 735 a. Vgl. οὐκ ἄξιον οὔτε κατὰ χάριν οὔτε κατ' ἐπιείκειαν οὔτε κατ' ἄλλο οὐδὲν ἢ κατὰ τοὺς ὅρκους ψηφίσασθαι Isocr. 18, 34, wie εἰ δὲ δεῖ τὰς χάριτας καὶ τὰς ἐπιεικείας ἀνελόντας τὸν ἀκριβέστατον τῶν λόγων εἰπεῖν, ohne Rücksicht auf Dank oder Billigkeit, 4, 63; καὶ πρᾳότης Plut. Pericl. 39; Caes. 57 ist ἐπιεικείας ἱερόν Clementiae fanum, wie auch Thuc. οἶκτος καὶ ἐπ. vrbdt, 3, 48. Allgemeiner, gute, anständige Lebensweise, der ἀκολασία entggstzt, Lys. 16, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
convenance, modération, équité ; en gén. douceur, bonté ; la Clémence personnifiée.
Étymologie: ἐπιεικής.

English (Strong)

from ἐπιεικής; suitableness, i.e. (by implication) equity, mildness: clemency, gentleness.

English (Thayer)

(WH ἐπιεικία, see Iota), ἐπιεικείας, ἡ, (ἐπιεικής, which see), mildness, gentleness, fairness (`sweet reasonableness' (Matthew Arnold)): πραότης (which see), Plutarch, Pericl. 39; with φιλανθρωπία, Polybius 1,14, 4; Philo, vit. Moys. i. § 36; with χρηστότης, Herodian, 5,1, 12 (6 edition Bekker). Cf. Plato, defin., p. 412b. Aristotle, eth. Nic. 5,10. (SYNONYMS: ἐπιείκεια, πραότης: "πραότης magis ad animum ἐπιείκεια vero magis ad exteriorem conversationem pertinet (Estius on πραότης virtus magis absoluta; ἐπιείκεια magis refertur ad alios (Bengel, ibid.). See at length Trench, § xliii.]

Greek Monolingual

η (AM ἐπιείκεια) επιεικής
συγκαταβατικότητα, μετριοπάθεια, κρίση ή τιμωρία με ηπιότηταζητώ την επιείκεια του δικαστηρίου», «παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. τήρηση του μέτρου, σύνεση
2. καλοσύνη, αγαθότητα
αρχ.
1. το λογικό, το εύλογο («λόγος ἔχει ἐπιείκειάν τινα»)
2. (για πρόσ.) ευθύτητα στη συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον («ἡ ἐπιείκεια πρὸς τοὺς μέλλοντας ἐπιτηδείους», Θουκ.)
3. προσωποπ. θεότητα της επιείκειας («το γε τῆς Ἐπιεικείας ἱερόν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιείκεια: ἡ (ἐπιεικής), λογικότητα, εντιμότητα, ισονομία, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· γλυκύτητα, καλοσύνη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιείκεια:
1 милость, тж. благожелательность или доброта, кротость Thuc., Plat., Arst., Plut.;
2 нравственная чистота, порядочность Lys.

Middle Liddell

ἐπιείκεια, ἡ, ἐπιεικής
reasonableness, fairness, equity, Thuc., Plat., etc.: clemency, goodness, Dem.

Spanish

imparcialidad

Chinese

原文音譯:™pie⋯keia 誒披-誒咳阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-模擬
字義溯源:適當,溫和,仁慈,寬容,和平;源自(ἐπιεικής)=適合的);由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἔοικα)*=相似)組成
出現次數:總共(2);徒(1);林後(1)
譯字彙編
1) 和平(1) 林後10:1;
2) 寬容中(1) 徒24:4

English (Woodhouse)

equity, fairness, gentleness, honesty, justice, kindness, mercifulness, eqitableness, fair play

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Ancient Greek: ἐπιείκεια; Czech: rozumnost; French: modération; German: Vernünftigkeit; Irish: réasún, réasúntacht; Italian: ragionevolezza; Portuguese: razoabilidade; Romanian: rațiune; Sicilian: raciunivulizza