διαστρατηγέω
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
A assume the position of general, Plu.Phoc.25, Aem. 13,al.
II trans., to out-general, τοὺς Ῥωμαίους Plb.21.39.9; τοὺς βαρβάρους Dion.Byz.53.
2 δ. τι practise stratagems, Plb.16.37.1.
3 δ. πόλεμον conduct a war to its close, Plu.Sull.23; δ. τὰν ἀρχάν Polusap.Stob.3.9.51.
4 at Rome, come to the end of one's praetorship, D.C.54.33.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -στραταγ- Eccelus 78.7
I intr.
1 actuar como general, querer tener mando ἀλλαχόθεν ἄλλος διεστρατήγουν Plu.Phoc.25, cf. Galb.1
•de donde intentar, idear estrategias c. ac. int. ταῦτα δὲ διεστρατήγει Plb.16.37.1, ὁ στρατὸς ... λόγῳ πολλὰ διαστρατηγῶν Plu.Aem.13, cf. Marc.29.
2 en aor. con valor perfectivo, en Roma llegar al término de la pretura D.C.54.33.5.
II tr.
1 dirigir en calidad de general τὸν πόλεμον D.H.12.7, Plu.Sull.23, Eun.Hist.77, τὰ ἐν Ἰβηρίᾳ App.Pun.6
•fig. ἐν ὁμονοίᾳ τε τὴν εἰρήνην διεστρατήγει (ὁ οἶκος) en medio de la concordia (la casa) vivía la paz Heraclit.All.32, τὰν ὅλων ἀρχὰν διαστραταγοῦσα πρόνοια Eccelus l.c.
2 superar en estrategia, vencer τοὺς Ῥωμαίους Plb.21.39.9, cf. Dion.Byz.53.
German (Pape)
[Seite 604] 1) das Amt des στρατηγός zu Ende führen, die Prätur niederlegen, Dio Cass. 54, 33; τὰν ἀρχάν, Polus Stob. flor. 9, 54. – 2) πόλεμον, den Krieg als Feldherr durchführen, Plut. Sull. 24 Aemil. 13. – 3) durch Kriegslist betrügen, τοὺς Ῥωμαίους Pol. 22, 22; τί, etwas listig im Kriege ausführen, 16, 37. – Bei Plut. Phoc. 25, ἀλλαχόθεν ἄλλος διεστρατήγουν, sie mischten sich in das Amt des Feldherrn.
French (Bailly abrégé)
διαστρατηγῶ :
1 s'ingérer dans la fonction de général;
2 diriger comme général.
Étymologie: διά, στρατηγέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στρατηγέω als generaal optreden; met acc. v. h. inw. obj.: δ. πόλεμον oorlog voeren als generaal Plut. Sull. 23.7.
Russian (Dvoretsky)
διαστρᾰτηγέω:
1 быть все время командующим войсками: δ. πόλεμον Plut. вести войну в качестве полководца;
2 вмешиваться в дела полководца (ἀλλαχόθεν ἄλλος διεστρατήγουν Plut.);
3 стратегически обманывать, вводить в заблуждение (πολεμίους Polyb., Plut.): δ. τι Polyb. придумывать какую-л. военную хитрость.
Greek (Liddell-Scott)
διαστρᾰτηγέω: ὑπηρετῶ ὡς στρατηγός, ἀναλαμβάνω τὰ καθήκοντα στρατηγοῦ, Πλούτ. Φωκ. 25. ΙΙ. μεταβ., δ. τινα, ὑπερβάλλω τινὰ ὡς στρατηγός, Πολύβ. 22. 22, 9. 2) δ. τι, μετέρχομαι στρατηγήματα, καταφεύγω εἰς στρατηγήματα, ὁ αὑτ. 16. 37. 1. 3) δ. πόλεμον, φέρω πόλεμον εἰς τὸ τέλος, Πλούτ. Σύλλ. 23· δ. τὰν ἀρχὰν Πῶλος παρὰ Στοβ. 9. 54. 4) ἐν Ρώμη, ἔρχομαι εἰς τὸ τέλος τοῦ ὡρισμένου διὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ πραίτωρος χρόνου, Δίων Κ. 54. 33.
Greek Monotonic
διαστρᾰτηγέω: μέλ. -ήσω,
I. υπηρετώ ως στρατηγός, αναλαμβάνω τα καθήκοντα του στρατηγού, σε Πλούτ.
II. μτβ., «οδηγώ» τον πόλεμο προς το τέλος του, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to serve as a general, assume his duties, Plut.
II. trans. to conduct a war to its close, Plut.