περιπνέω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A breathe round, c. acc., Μακάρων νᾶσον αὖραι περιπνέοισι Pi.O.2.72, cf. Luc.VH2.5: abs., D.S.3.19:—Pass., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arist.Mu.397a34; οἴκησις περιπνεομένα (Dor.) MyiaEp.4.
II exhale a scent of, οἰκία περιπνεῖ Ἐρμοῦ καὶ Μουσῶν Eun.VSp.483 B.
German (Pape)
[Seite 588] (s. πνέω), umwehen, umblasen, anhauchen, c. accus., Pind., νᾶσος αὖραι περιπνέοισιν, Ol. 2, 72; intrans. herumwehen, -blasen, ringsum duften, Sp.
French (Bailly abrégé)
περιπνῶ :
souffler autour de.
Étymologie: περί, πνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πνέω blazen rondom.
Russian (Dvoretsky)
περιπνέω: дуть вокруг, обвевать (νάσους Μακάρων Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).
English (Slater)
περῐπνέω blow round μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72)
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. περιπνείω Α
1. πνέω, φυσώ γύρω από κάτι, ολόγυρα («Μακάρων νᾱσον αὖραι περιπνέοισι», Πίνδ.)
2. αναδίδω οσμή από όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πνέω «φυσώ»].
Greek Monotonic
περιπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, πνέω γύρω ή πάνω από ένα μέρος, με αιτ., σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω περί τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· οἴκησις περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.
Middle Liddell
fut. -πνεύσομαι
to breathe round or over a place, c. acc., Pind.