συμμανθάνω
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
learn along with, share in the knowledge, τινι X.Smp. 2.20; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Id.An.4.5.27; οὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος no place knows that I have shared its secret, S.Aj.869 (lyr., s.v.l.; διδάξαι Sch.).
German (Pape)
[Seite 980] (s. μανθάνω), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος, wo es fälschlich für συνδιδάσκω genommen wird; ἡδὺ πόμα συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.
French (Bailly abrégé)
1 s'instruire ou apprendre avec;
2 s'habituer à.
Étymologie: σύν, μανθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μανθάνω samen (met...) leren; mede leren, ook leren:; πάνυ ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν als je het eenmaal ook had leren kennen, was het drankje heel lekker Xen. An. 4.5.27; samen (met...) weten:. κοὐδεὶς ἐπισπᾶταί με συμμαθεῖν τόπος (ik ben overal geweest) en niet één plaats brengt me ertoe zijn kennis (over waar Ajax is) te delen Soph. Ai. 869 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
συμμανθάνω:
1 совместно или одновременно учиться (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. τόπος Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);
2 привыкать: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему).
Greek (Liddell-Scott)
συμμανθάνω: μανθάνω ὁμοῦ μετά τινος, μετέχω ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ ὥστε με σ., ὥστε νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
Α μανθάνω
1. μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσης
2. συνηθίζω σε κάτι.
Greek Monotonic
συμμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ συνέμᾰθον· μαθαίνω μαζί με κάποιον άλλο, πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω μερίδιο στη γνώση κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· ὁ συμμαθών, αυτός που είναι συνηθισμένος, εθισμένος σε κάτι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον
to learn along with another, c. dat., Xen.: absol. to share in the knowledge of a thing, Soph.; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Xen.