βραδυπόρος

From LSJ
Revision as of 17:35, 13 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδῠπόρος Medium diacritics: βραδυπόρος Low diacritics: βραδυπόρος Capitals: ΒΡΑΔΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: bradypóros Transliteration B: bradyporos Transliteration C: vradyporos Beta Code: bradupo/ros

English (LSJ)

βραδυπόρον, slow-passing, of food, Hp.Acut.62, Ruf. ap. Orib.5.3.4, Philagr.ib.5.19.4; of humours, Gal.7.341: generally, slow, ὅρασις Plu.2.626a; βραδυπόρον πέλαγος = slow to pass, ib.941b.

German (Pape)

[Seite 461] langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui marche lentement ou qui s'avance lentement.
Étymologie: βραδύς, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδυπόρος:
1 замедляющий скорость перехода, трудный для переплытия (βραδυπόρον ὑπὸ πλήθους ῥευμάτων τὸ πέλαγος Plut.);
2 слабый, близорукий (ὅρασις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βραδυπόρος: -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· καθόλου, βραδύς, νωθρός, ἀργός, ὅρασις Πλούτ. 2. 626Α· βρ. πέλαγος, τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, αὐτόθι 941Β.

Greek Monolingual

βραδυπόρος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που βαδίζει αργά
αρχ.
1. αργός, νωθρός
2. φρ. «βραδυπόρον πέλαγος» — πέλαγος το οποίο διασχίζει αργά το πλοίο
3. (για τροφή) δύσπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -πορος < πόρος «πέρασμα»].