Ἰνώ

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰνώ Medium diacritics: Ἰνώ Low diacritics: Ινώ Capitals: ΙΝΩ
Transliteration A: Inṓ Transliteration B: Inō Transliteration C: Ino Beta Code: *)inw/

English (LSJ)

[ῑ], Ἰνόος contr. Ἰνοῦς, ἡ, Ino, daughter of Cadmus, worshipped as a sea-goddess by the name of Leucothea, Od.5.333, Hes.Th.976, Alcm.84, Pi.O.2.30, etc.: prov., Ἰνοῦς ἄχη Zen.4.38.

English (Slater)

Ἰνώ daughter of Kadmos, wife of Athamas, mother of Melikertes (fr. 6), and Learchos. λέγοντι δ' βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.30) Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων (voc., v. Kambylis, Anredeformen, 138̆{1}.) (P. 11.2) Ἰ]νὼ δ' ἐκ πυ[ρ ἁρπά]ξαισα [παῖδ ἔρ]ριψεν (supp. Lobel) Θρ. 4. 2. test., Ap. Dysk., de constructione, 2. 114: τῷ αὐτῆς (= Ἰνοῦς) παιδί, ὃν καὶ Ἀθαμαντιάδην εἶπεν (sc. Πίνδαρος) i. e. Melikertes fr. 6. cf. Σ, hypothesis, Isthm., p. 192, 13 Drach: Σ (O. 2.82) d: frr. 5, 6: P. Oxy. 2447. fr. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Ino.

Russian (Dvoretsky)

Ἰνώ: Ἰνοῦς ἡ (dat. Ἰνοῖ, acc. Ἰνώ) Ино (дочь Кадма и Гармонии, жена Атаманта, превращенная в морское божество Левкотею) Hom., Hes. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰνώ: ῑ, Ἰνόος, συνῃρ. Ἰνοῦς, θυγάτηρ τοῦ Κάδμου, λατρευομένη ὡς θεὰ τῆς θαλάσσης ὑπὸ τὸ ὄνομα Λευκοθέα, Ὀδ. Ε. 333. Ἡσ. Θ. 976, Πίνδ., κλ.· - παροιμ., Ἰνοῦς ἄχη Ζηνόβιος (παρὰ Παροιμιογρ. 4. 38).

Greek Monotonic

Ἰνώ: [ῑ], Ἰνόος, συνηρ. Ἰνοῦς, ἡ, Ινώ, κόρη του Κάδμου, που λατρευόταν σαν θεότητα της θάλασσας με το όνομα Λευκοθέα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Middle Liddell


Ino, daughter of Cadmus, worshipped as a sea-goddess by the name of Leucothea, Od., Hes.