καταθρύπτω

From LSJ
Revision as of 07:25, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθρύπτω Medium diacritics: καταθρύπτω Low diacritics: καταθρύπτω Capitals: ΚΑΤΑΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: katathrýptō Transliteration B: katathryptō Transliteration C: katathrypto Beta Code: kataqru/ptw

English (LSJ)

break in pieces, γυῖα Nic.Al.61; λάγανον Artem. ap. Ath.14.663e; κ. ἄρτους εἰς γάλα D.S.1.83, cf. Dieuch. ap. Orib.Syn. 5.33 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1349] zerreiben, zermalmen; τοὺς ἄρτους εἰς γάλα, einbrocken, D. Sic. 1, 83; Nic. Al. 61; ἄρτος εἰς κρᾶμα καταθρυβείς Clem. Al.; a. Sp., auch καταθρυφθείς, Eust.

Russian (Dvoretsky)

καταθρύπτω: ломать на части: τοὺς ἄρτους εἰς γάλα κ. Diod. крошить хлеб в молоко.

Greek (Liddell-Scott)

καταθρύπτω: «θρύβω», «καταθρύβω»,Νικ. Ἀλεξιφ. 61, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663Ε· καταθρ. ἄρτους εἰς γάλα Διόδ. 1. 83· ἄρτος εἰς κρᾶμα καταθρῠβεὶς Κλήμ. Ἀλ. 126. - Πρβλ. κατατρίβω.

Greek Monolingual

καταθρύπτω και καταθρύβω (Α)
τρίβω, κάνω μικρά κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θρύπτω «θρυμματίζω»].