ἐπικερδής
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ἐπικερδές, profitable, advantageous, TAM2(1).245 (Lycia), Aesop.137, Vett.Val.189.30, al., Heph.Astr.2.30, App.BC1.57.
German (Pape)
[Seite 948] ές, Gewinn bringend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lucratif.
Étymologie: ἐπί, κέρδος.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπικερδής)
αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.)
αρχ.
(για τον κερδώο Ερμή) προστάτης του εμπορίου, του κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.).
επίρρ...
επικερδώς
με τρόπο επικερδή, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κερδής (< κέρδος)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπικερδής: прибыльный, выгодный (ναυτιλία Luc.).
Translations
profitable
Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: winstgevend; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: profitable, fructueux, lucratif, rentable; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: gewinnbringend, profitabel, lukrativ, einträglich, rentabel; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: επικερδής, κερδοφόρος; Ancient Greek: διάφορος, ἔμφορος, ἐπικερδής, ἐπῳδός, καρπώσιμος, κερδαλέος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὀνήσιμος, ὀνητός, ὀφέλλιμος, πόριμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, συμφέρων, σύμφορος, φόριμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: redditizio, fruttifero, remunerativo; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: lucrosus, lucrificus; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: lucrativo; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: выгодный, прибыльный, доходный, рентабельный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: rentable, provechoso, lucrativo, ventajoso, remunerativo; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний