ναυσιπέρατος

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιπέρᾱτος Medium diacritics: ναυσιπέρατος Low diacritics: ναυσιπέρατος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: nausipératos Transliteration B: nausiperatos Transliteration C: nafsiperatos Beta Code: nausipe/ratos

English (LSJ)

Ion. νηυσιπέρητος, ον, navigable, Hdt.1.189,193,5.52, Arist.Mete.351a18, D.H.3.44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traversé par des navires.
Étymologie: ναῦς, περατός.

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐπέρᾱτος: ион. νηυσιπέρητος 2 удобопроходимый для кораблей, судоходный (ποταμός Her., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐπέρᾱτος: Ἰων. νηυσιπέρητος, ον, = ναυσίπορος, πλωτός, ἢ (ἴσως) διαβατὸς διὰ πορθμείου, Ἡρόδ. 1. 189, 193., 5, 52, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, Διον. Ἁλ. 3. 44. ― Νεώτεροί τινες ἐκδόται γράφουσι διῃρημένως, ναυσὶ περατός, νηυσὶ περητός.

Greek Monolingual

ναυσιπέρατος και ιων. τ. νηυσιπέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διέλθει με πλοίο, ο διαβατός με πλοίο, πλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + περατός (< περάω «περνώ»)].

Greek Monotonic

ναυσῐπέρᾱτος: Ιων. νηυσι-πέρητος, -ον = ναυσίπορος, πλωτός ή (πιθ.) διαβατός μέσω στενού περάσματος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ναυσῐ-πέρᾱτος, Ionic νηυσιπέρητος, ον = ναυσίπορος
navigable or (perhaps) to be crossed by a ferry, Hdt.