ῥάφυς
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], υος, ἡ, = βουνιάς (turnip), Speus. ap. Ath.9.369b; perhaps to be read (for ῥάφιν) in Numen.(?)ib.371c; cf. ῥάπυς.
German (Pape)
[Seite 835] ἡ, = ῥάπυς, Numen. bei Ath. IX, 371 c, wo jetzt ῥάφιν steht,
Greek (Liddell-Scott)
ῥάφυς: [ᾰ], -υος, ἡ, = ῥάπυς, ὃ ἴδε, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 371C.
Greek Monolingual
και ῥάπυς, -υος, ἡ, Α
η βρούβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ῥάφανος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. ῥαφ- (για τον τ. ῥάπυς, βλ. λ. ράφανος) με διαφορετικό επίθημα -υς (πρβλ. κάχρ-υς, σίκυς) και δηλώνει άλλο είδος φυτού (βλ. και λ. ράφανος)].