ἀπορρέζω

From LSJ
Revision as of 11:55, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρέζω Medium diacritics: ἀπορρέζω Low diacritics: απορρέζω Capitals: ΑΠΟΡΡΕΖΩ
Transliteration A: aporrézō Transliteration B: aporrezō Transliteration C: aporrezo Beta Code: a)porre/zw

English (LSJ)

fut. -ρέξω, sacrifice, χίμαρον v.l. in Theoc.Ep.4.15; offer part of, Is.Fr.105.

Spanish (DGE)

ofrendar χίμαρον Theoc.Ep.4.15 (var. AP 9.437)
abs. ofrecer una parte Is.Fr.33.

French (Bailly abrégé)

1 offrir en sacrifice une part de;
2 donner une part de.
Étymologie: ἀπό, ῥέζω.

German (Pape)

(ῥέζω). von etwas opfern, χίμαρον Theocr. ep. 4 (IX.437). In B.A. 434 und Harp. wird ἀπορρέξαντες, = ἀπόμοιραν δόντες erkl. aus Isaeus.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορρέζω: приносить в жертву (χίμαρον Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρέζω: μέλλ. -ρέξω, προσφέρω θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. ἐπιρρέζω) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. (ὅστις λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).

Greek Monolingual

ἀπορρέζω (Α)
προσφέρω θυσία απ' ό,τι έχω.

Greek Monotonic

ἀπορρέζω: μέλ. -ρέξω, προσφέρω μέρος από κάτι ή προσφέρω ως θυσία κάτι από αυτά που έχω στην κατοχή μου, με γεν. διαιρ., σε Θεόκρ.

Middle Liddell

to offer some of a thing, c. gen. partit., Theocr.