γελαστής

Revision as of 11:05, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

γελαστοῦ, ὁ, laugher, sneerer, S.OT1422:—fem. γελάστρια, Sch.Ar.Th.1068.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
burlón, el que se mofa οὔθ' ὡς γ. ... ἐλήλυθα S.OT 1422.

German (Pape)

[Seite 479] ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rieur.
Étymologie: γελάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γελαστής -οῦ, ὁ γελάω bespotter.

Russian (Dvoretsky)

γελαστής: οῦ ὁ насмешник: οὐχ ὡς γ. ἐλήλυθα Soph. я пришел не за тем, чтобы глумиться.

Greek (Liddell-Scott)

γελαστής: -οῦ, ὁ, ὁ γελῶν, ἐμπαίκτης, Σοφ. Ο. Τ. 1422· θηλ. γελάστρια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059.

Greek Monolingual

ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) γελώ
αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον
μσν.- νεοελλ.
εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται
νεοελλ.
αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας.

Greek Monotonic

γελᾰστής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιγελά, εμπαίζει, ειρωνεύεται, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from γελάω
a laugher, sneerer, Soph.