κακομέτρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A illmeasured: τὸ κ., = sq., Eust.1644.32.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht gemessen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κακομέτρητος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, κακῶς μεμετρημένος· τὸ κακομέτρητον, = τῷ ἑπομένῳ, διὰ τὸ κακομέτρητον Εὐστ. 1644. 32.