αὐτομολία
English (LSJ)
ἡ, desertion, Th.7.13, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 deserción αὐτομολίας πρόφασις Th.7.13, cf. D.C.Epit.7.10.6, αὐτομολίας ἀνάγκη Charito 8.5.8, αὐτομολίᾳ χρήσασθαι desertar Philostr.Her.65.4.
2 en plu. brotes ref. a los árboles, Poll.7.146.
German (Pape)
[Seite 399] ἡ, das Überlaufen, Thuc. 7, 13 u. Folgde. Auch im plur., Dion. Hal. 6, 51.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désertion d'un transfuge.
Étymologie: αὐτόμολος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτομολία: ἡ тж. pl. переход на сторону противника Thuc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτομολία: ἡ, τὸ αὐτομολεῖν, Θουκ. 7. 13, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM αὐτομολία) αυτόμολος
1. η μετάβαση στρατιωτικού ή προσκολλημένου στον στρατό χωρίς έγγραφη άδεια ή διαταγή του ανωτέρου του στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές
2. η εγκατάλειψη μιας ιδεολογίας ή παράταξης και η προσχώρηση σε άλλη διαφορετική ή εντελώς αντίθετη.
Greek Monotonic
αὐτομολία: ἡ, λιποταξία, σε Θουκ.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Translations
desertion
Albanian: dezertim; Arabic: فِرَار, هَجْر, هَرَب, هِجْرَان; Armenian: դասալքություն; Azerbaijani: fərarilik, dezertirlik; Belarusian: дэзерці́рства, дэзэртырства; Bulgarian: изоставяне, напускане, дезертьорство; Catalan: deserció; Chinese Mandarin: 遺棄/遗弃, 開小差/开小差, 逃亡; Czech: dezerce; Danish: faneflugt, desertering, desertion, desertation; Dutch: desertie, vaandelvlucht; Estonian: deserteerimine, väejooks; French: désertion; Georgian: დეზერტირობა; German: Fahnenflucht, Desertion, Desertation; Greek: λιποταξία; Ancient Greek: ἀπόλειψις, αὐτομολία, λειποταξία, λιποστρατία, λιποταξία, λιποτάξιον; Hebrew: עֲרִיקָה; Hindi: परित्याग, अपसरण; Hungarian: szökés; Indonesian: desersi; Italian: diserzione; Japanese: 逃亡, 脱走, 遺棄, 敵前逃亡, 脱営; Kazakh: қашқындық, қашушылық; Korean: 탈영(脫營), 도망(逃亡), 유기(遺棄); Kyrgyz: дезертирдик, качкынчылык, аскерден качуу; Latin: defectio; Latvian: dezertēšana; Lithuanian: dezertyravimas; Macedonian: дезертерство; Norwegian Bokmål: desertering; Pashto: فراريت, فرار; Persian: فرار, فرار; Polish: opuszczenie, dezercja; Portuguese: deserção; Romanian: dezertare; Russian: уход, оставление, дезертирство; Serbo-Croatian Cyrillic: дезертерство, напушта̄ње; Roman: dezertérstvo, napúštānje; Slovak: dezercia; Slovene: dezerterstvo, zapustitev; Spanish: deserción; Swedish: desertering, fanflykt; Tajik: фирор; Turkish: firar, askerden kaçma; Ukrainian: залишення, занедбаність, дезертирство; Urdu: فرار; Uzbek: dezertirlik; Vietnamese: sự đào ngũ; Yiddish: אַוועקוואַרפֿונג; Zazaki: remayış, firar