ψευδομαρτυρίου
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
δίκη, an action for false witness or perjury, Cratin. 454, PHal.1.24, 41,49, al. (iii B.C.); in dat. pl., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις Pl.Tht.148b; acc. pl. τὰ ψευδομαρτύρια Arist.Ath.59.6.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδομαρτυρίου: δίκη, καταγγελία ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ ἢ ἐπιορκίᾳ, Κρατῖνος ἐν Ἀδηλ. 121· ἐν τῇ δοτ. πληθ., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις Πλάτ. Θεαίτ. 148Β· ἴδε Alt. Process. σ. 380.