κρείσσων
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
κρείσσον, gen. ονος, as always in Ep. and old Att.; later Att. κρείττων; Ion. κρέσσων Hp.Fract.3, al., v.l. in Dionys.Trag. (v. infr. ΙΙ); Dor. κάρρων (q.v.); Cret. κάρτων Leg.Gort.1.15:—Comp. of κρατύς (v. κράτιστος),
A stronger, mightier, κ. βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ Il.1.80; especially in battle, κρείσσοσιν ἶφι μάχεσθαι 21.486; Διὸς κ. νόος ἠέ περ ἀνδρῶν 16.688; κεραυνοῦ κρέσσον… βέλος Pi.I.8(7).36, cf. Hdt.7.172, Hp.l.c., etc.; κρείσσων χεῖρας Antipho 4.4.7; τὸ τοῦ κ. συμφέρον Pl.R.338c, cf. Democr.267: hence, having the upper hand, superior, ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κ. τε γένηται Il.3.71; κ. ἀρετῇ τε βίῃ τε 23.578: as Law-term, of witnesses, κάρτονανς ἦμεν prevail, Leg.Gort.l.c.
2 freq. as Comp. of ἀγαθός, better, κρέσσονες one's betters, especially in point of rank, Pi.O.10(11).39, N.10.72 (but also, the stronger, more powerful, E.Or.710, Th.1.8, etc.); ἐς τοὺς τοκέας καὶ ἐς τοὺς κρέσσονας τεθυμῶσθαι Hdt.3.52, cf. SIG685.134 (Magn. Mae., ii B. C.); οἱ κρέσσονες = corps of guards at Thebes, Plu.2.598e; κρείσσονες θεοί, of the greater gods, as opp. to Oceanus, A.Pr.902 (lyr.); ὁ κ. Ζεύς Id.Ag.60 (anap.); οἱ κρείσσονες = the higher powers, Id.Fr.10, Pl.Sph.216b, Euthd.291a, etc.; τὰ κρείσσω, = τὰ θεῖα, E.Ion973; τὸ κρεῖσσον the Almighty, Providence, Corp.Herm.18.11, Jul.Ep.204, Agath.1.16, Procop.Gaz. Pan.p.492; τὰ κρείσσονα one's advantages, τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσω καταπροδοῦναι Th.4.10.
3 c. inf., οὔ τις ἐμεῖο κρείσσων… δόμεναι = no one has a better right to... Od.21.345; οὐκ ἄλλος κ. παραμυθεῖσθαι Pl. Plt.268b; κρεῖσσόν ἐστι c. inf., 'tis better to... κρεῖσσόν γάρ ἐστιν εἰσάπαξ θανεῖν ἢ… πάσχειν κακῶς A.Pr.750, cf. 624, Hdt.3.52, etc.; τὸ μὴ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς = it is better not to exist than to live in misery S.Fr.488, cf. Apollod.Com.6; also κρείσσων εἰμί c. part., κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός = thou wert better not alive, than living blind, S.OT1368, cf. Aj.635 (lyr.); κ. ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενημένος Aeschin.1.192, cf. D.H.6.9.
II c. gen. or ἤ, too great for, surpassing, beyond, ὕψος κ. ἐκπηδήματος A.Ag.1376; of evil deeds, κρείσσον' ἀγχόνης = too bad for hanging, S.OT1374; κρεῖσσον δεργμάτων too bad to look on, E.Hipp.1217; θαυμάτων Id.Ba.667; λέγετι σιγῆς κρεῖσσον (κρέσσον PSI9.1093) ἢ σιγὴν ἔχε Dionys.Trag. 6; κρείσσον' ἢ λέξαι λόγῳ τολμήματα E.Supp.844; κρεῖσσον ἢ λόγοισιν (sc. εἰπεῖν) Id.IT837; ἀναρχία κ. πυρός Id.Hec.608; πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον worse than one expected, Th.2.64; κ. λόγου τὸ κάλλος X.Mem.3.11.1; κ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως Id.Cyr.7.5.9.
III having control over, master of, especially of desires and passions, τῶν ἡδονῶν Democr.214; τοῦ ἔρωτος X.Cyr.6.1.34; γαστρὸς καὶ κερδέων ib.4.2.45; αὑτῶν over themselves, Pl.Phdr.232a, al.; κρεῖσσον χρημάτων = superior to the influence of money, Th.2.60, Isoc.1.19; τῶν συμμάχων κ. X. Ath.2.1; also, putting oneself above, κ. τοῦ δικαίου Th.3.84; κρείσσους ὄντες… τῷ λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου = having reasoned themselves into an absolute belief of the hopelessness of certainty, ib.83; φαύλους καὶ κρείττους τῆς παιδείας = οὓς παιδευθῆναι ἀδύνατον (just below), Arist.Pol.1316a9.
IV better, more excellent, ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κ. Heraclit.54; κ. ἐπ' ἀρετήν Democr.181; ὁ κρείττων λόγος (opp. ὁ ἥσσων) Ar.Nu.113; κατὰ τὸ κρεῖσσον = in a higher sense, opp. κατὰ τὸ χεῖρον, Dam.Pr.7.
V Adv. κρεισσόνως = in a stronger way, more effectively Antipho 4.4.6, Iamb.Myst.7.4; also κρεῖσσον S.OT176 (lyr.), OGI90.31 (Rosetta, ii B. C.). (κρέσσων from κρέτ-yων, cf. κρέτος; κάρτων and κάρρων from κάρτ-yων, cf. κάρτος; κρείσσων (like μείζων) prob. took ει from ὀλείζων.)
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
I. plus fort :
1 en parl. de force physique κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε IL supérieur par le courage et la force;
2 en gén. plus fort : κρείσσονες θεοί ESCHL les grands dieux ; οἱ κρείττονες, les grands, les puissants ; adv. • κρεῖσσον SOPH plus fortement;
3 qui est maître de : γαστρός XÉN qui sait maîtriser son appétit ; χρημάτων THC qui est au-dessus de l'argent, incorruptible ; avec un inf. : οὔτις ἐμεῖο κρείσσων δόμεναι OD nul n'a plus de droit que moi pour donner;
4 qui est au-dessus de, trop grand pour, qui surpasse : ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος ESCHL hauteur trop grande pour être franchie d'un saut ; κρεῖττον λόγου κάλλος XÉN beauté qui surpasse toute description ; κρείσσον' ἀγχόνης SOPH crimes que le lacet même ne saurait faire expier ; πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενήμενον THC événement fâcheux qui dépasse ce qu'on pouvait craindre;
II. en b. part plus avantageux, meilleur, préférable : κρεῖσσόν ἐστι avec l'inf. ATT il est préférable, il vaut mieux ; ou un part. : κρείσσων ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός SOPH il aurait mieux valu pour toi n'être plus que vivre aveugle.
Étymologie: κράτος.
German (Pape)
ον, att. κρείττων, neu ion. κρέσσων, auch Pind.; dor. κάρρων:Kompar. zu κρατύς, vgl. superl. κράτιστος); eigtl. = von größerer Körperkraft, stärker, dem Gegner an Kräften überlegen; ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρείσσων τε γένηται Il. 3.71; κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε 23.578; κρείσσων εἶς ἐμέθεν καὶ φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ ἔγχει 9.217; auch ἀλλ' αἰεί τε Διὸς κρείσσων νόος ἠέπερ ἀνδρῶν, 16.688; κεραυνοῦ κρέσσον ἄλλο βέλος Pind. I. 7.34; νεῖκος, ἔρις κρεσσόνων, der Mächtigeren, Ol. 11.41, N. 10.72; Tragg. bes. von den Göttern, Aesch. frg. 7; vgl. Plat. Soph. 216b; Plut. Pyrrh. 24; κρεισσόνων θεῶν ἔρως Aesch. Prom. 902; ἀλλ' ἔστι φήμη τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι Suppl. 741; φύγοι τἂν χὠ κακὸς τὸν κρείσσονα Soph. Aj. 451; μὴ βίᾳ τῶν κρεισσόνων Eur. Or. 709. – Gegensatz von ἥττων, τὸν κρείττω τοῦ ἥττονος ἄρχειν καὶ πλέον ἔχειν Plat. Gorg. 483d; bes. λόγος, Ar. Nub. 113; τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν Plat. Apol. 18b, die schwächere, schlechtere Sache zur siegenden machen. – Sehr gew. in Prosa c. gen., κρείττων γαστρός, den Bauch beherrschend, Xen. Cyr. 4.2.45; κρείττων χρημάτων, unbestechlich, Sp. – Aber auch in weiterer Bdtg als Kompar. zu ἀγαθός betrachtet, tüchtiger, geeigneter wozu, οὐκ ἄλλος κρείττων παραμυθεῖσθαι Plat. Polit. 268b, Sp. – Übh. = besser, zuträglicher, auch in sittlicher Beziehung, vorzüglicher, κρεῖσσον γὰρ εἰς ἅπαξ θανεῖν ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς Aesch. Prom. 752; παντὸς γένοιτ' ἂν χρήματος κρείσσων φίλος Soph. Phil. 669; mit der den Griechen geläufigen Attraktion, κρείσσων γὰρ ᾍδᾳ κεύθων ὁ νοσῶν μάταν Aj. 622, wie κρείσσων ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενημένος Aesch. 1.192, es wäre besser gewesen, daß der Prozeß nicht angestellt wäre.
Russian (Dvoretsky)
κρείσσων: атт. κρείττων, дор.-ион. κρέσσων 2, gen. ονος [compar. к κρατύς и ἀγαθός
1 более сильный (κρείσσοσιν μάχεσθαι, κ. ἀρετῇ τε βίῃ τε Hom.): κρείσσονες θεοί Aesch. более могущественные, (чем мы), боги; τὰ κρείσσω Eur. высшие силы; τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσω Thuc. присущие нам преимущества; κρεῖττον τὸ πλεῖον Arst. сила на стороне большинства;
2 лучший: φθονέεσθαι κρέσσον ἐστὶ ἢ οἰκτείρεσθαι Her. лучше быть предметом зависти, чем сострадания;
3 превосходящий (в чем-л.), больший: ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος Aesch. высота большая, чем прыжок, т. е. непреодолимое препятствие; κρείσσονα ἀγχόνης εἰργασμένα Soph. деяния, за которые удавить мало; πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον Thuc. вещь, превзошедшая (всякое) ожидание; κρεῖττον λόγου κάλλος Xen. неизреченная красота; κ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως Xen. свыше наших сил; κ. πυρός Eur. страшнее огня; κ. χρημάτων Xen., Plut.; презирающий деньги;
4 господствующий, управляющий, властвующий: κρείττους αὑτῶν Plat. господствующие над собой; κ. γαστρὸς καὶ κερδῶν Xen. чуждый чревоугодия и корыстолюбия.
Greek (Liddell-Scott)
κρείσσων: -ον, γεν. ονος, ὡς ἀείποτε παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἀρχαίοις Ἀττ.· παρὰ μεταγεν. Ἀττ. κρείττων· παρὰ μεταγεν. Ἴωσι κρέσσων, ὡς καὶ παρὰ Πινδ.· Δωρ. κάρρων· ― συγκρ. τοῦ κρατὺς (ἴδε κράτιστος), ἰσχυρότερος, δυνατώτερος, μάλιστα ἐν μάχῃ, κρ. βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Ἰλ. Α. 80· κρείσσοσιν ἶφι μάχεσθαι Φ. 486· Διὸς κρ. νόος ἠέπερ ἀνδρῶν Π. 688· κεραυνοῦ κρέσσον... βέλος Πινδ. Ι. 8 (7), 72, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 172, κτλ.· κρείσσων χεῖρας Ἀντιφῶν 128. 39, κτλ.· ἐντεῦθεν ὑπερισχύων, νικῶν, ὑπέρτερος, ἀνώτερος, ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρ. τε γένηται Ἰλ. Γ. 71· κρ. ἀρετῇ τε βίῃ τε Ψ. 578. 2) ὡς πρὸς τὴν σημασίαν συχνὰ ὡς συγκριτικ. τοῦ ἀγαθός, καλλίτερος, οἱ κρέσσονες, οἱ ἀνώτεροί τινος, κυρίως κατὰ τὴν θέσιν ἢ τὸ ἀξίωμα, Πινδ. Ο. 10 (11). 47, Ν. 10. 136 (ἀλλ’ ὡσαύτως, οἱ ἰσχυρότεροι, δυνατώτεροι, Εὐρ. Ὀρ. 710, Θουκ. 1. 8, κτλ.)· κρείσσονες θεοί, ἐπὶ τῶν ὑπερτέρων θεῶν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Ὠκεανόν, Αἰσχύλ. Πρ. 902, πρβλ. Ἀποσπ. 7· ὁ κρ. Ζεὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 60· οὕτω, τὰ κρείσσω Εὐρ. Ἴων 973· τὸ κρ. Πλάτ. Σοφιστ. 216Β, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· ― τὰ κρείσσονα, τὰ πλεονεκτήματα, τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσονα καταπροδοῦναι Θουκ. 4. 10. 3) μετ’ ἀπαρ., οὔτις ἐμεῖο κρείσσων ᾧ κ’ ἐθέλω δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι (τόξον), οὐδεὶς ἔχει μεγαλείτερον δικαίωμα ἐμοῦ νά..., Ὀδ. Φ. 345· οὐκ ἄλλος κρ. παραμυθεῖσθαι Πλάτ. Πολιτ. 268Β· ― κρεῖσσόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι καλλίτερον νά..., κρ. γάρ ἐστιν εἰσάπαξ θανεῖν ἤ... πάσχειν κακῶς Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 750, πρβλ. Πρ. 624, Ἡρόδ. 3. 52, κτλ.· τὸ μὴ εἶναι κρ. ἢ τὸ ζῆν κακῶς Σοφ. Ἀποσπ. 436· ἀλλ’ ὡσαύτως, κρείσσων εἰμί, μετὰ μετοχ., ὡς, κρ. γὰρ ἦσθα μηκέτ’ ὢν ἢ ζῶν τυφλὸς Σοφ. Ο. Τ. 1368, πρβλ. Λοβ. Αἴ. 622 (635)· κρ. ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενημένος Αἰσχίν. 27. 16. ΙΙ. ἀνώτερος, ὑπερτερῶν, ὑπερβάλλων, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1376· ἐπὶ κακῶν πράξεων, κρείσσον’ ἀγχόνης, ἄξια μεγαλειτέρας τιμωρίας ἢ τοῦ δι’ ἀγχόνης θανάτου, Σοφ. Ο. Τ. 1374· κρεῖσσον θέαμα δεργμάτων ἢ ὥστε προσδέρκεσθαι Εὐρ. Ἱππ. 1217· θαύματος Βάκχ. 667· κρείσσον’ ἢ λέξαι τολμήματα Ἱκέτ. 844· κρ. ἢ λόγοισιν (ἐνν. εἰπεῖν) Ι. Τ. 837· ἀναρχία κρ. πυρὸς Ἑκ. 608· πρᾶγμα ἐλπίδος κρ. γεγενημένον, χειρότερον παρ’ ὅσον ἠδύνατό τις νὰ περιμένῃ, Θουκ. 2. 64· κρεῖττον λόγου τὸ κάλλος Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 1· κρ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 9. ΙΙΙ. ἔχων δύναμιν, ἰσχὺν ὑπερτέραν τινός, κύριός τινος, μὴ κυριευόμενος ὑπ’ αὐτοῦ, ἰδίως ἐπὶ ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν, τοῦ ἔρωτος αὐτόθι 6. 1, 34· γαστρὸς καὶ κερδῶν αὐτόθι 4. 2, 45· τοὺς δὲ μὴ ἐρῶντας κρείττους αὐτῶν ὄντας, δηλ. νικῶντας τὴν ἑαυτῶν φυσικὴν ὁρμὴν εἰς ἔρωτα, Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α, κ. ἀλλ.· κρ. χρημάτων, ἀνώτερος τῆς ἐπιδράσεως τῶν χρημάτων, Θουκ. 2. 60, Ἰσοκρ. 5Ε· οὕτω, τῶν συμμάχων κρ. Ξεν. Ἀθ. 2, 1· ― ὡσαύτως, ὁ θέτων ἑαυτὸν ὑπεράνω τινός, κρ. τοῦ δικαίου Θουκ. 3. 84· κρείσσους ὄντες... τῷ λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου, καταντήσαντες διὰ σκέψεως εἰς ἀπόλυτον πεποίθησιν ὅτι οὐδεμία ὑπάρχει ἐλπὶς περὶ βεβαίου τινὸς πράγματος, αὐτόθι 83· φαύλους καὶ κρείττους τῆς παιδείας = οὓς παιδευθῆναι ἀδύνατον (ὀλίγῳ κατωτέρῳ) Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 8. IV. ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, καλλίτερος, ἐξοχώτερος, ὁ κρείττων λόγος Ἀριστοφ. Νεφ. 113 κἑξ.· ἴδε ἐν λ. ἥσσων. V. Ἐπίρρ. κρεισσόνως, Ἀντιφῶν 128. 34 Bekk.· ὡσαύτως κρεῖσσον, Σοφ. Ο. Τ. 176. (τὸ κρείσσων χρησιμεύει ὡς ἓν τῶν συγκριτικῶν τοῦ ἀγαθός· ἀλλὰ τὸ ἀληθὲς θετικὸν εἶναι κρατὺς (κράτος) καὶ ὁ ἀρχικὸς τύπος θὰ ἦτο κρατίων ἢ κρατyων· πρβλ. ἥσσων, ἐλάσσων).
English (Autenrieth)
ον: stronger, superior in strength or might, better; w. inf., Od. 21.345.
Greek Monolingual
κρείσσων και κρείττων, -ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, -ον, δωρ. τ. κάρρων, -ον, κρητ. τ κάρτων, -ον)
1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον», Πίνδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή κρείσσω
τα υψηλότερα πράγματα, οι υψηλότερες ιδέες («ἀλλά καὶ διὰ γυναικός πηγάζει τὰ κρείττονα»)
αρχ.
1. δυνατότερος ως προς τη μυϊκή δύναμη («ἀλλ' ἔστι φήμη κρείσσονας λύκους κυνῶν εἶναι», Αισχύλ.)
2. (κυρίως σε μάχη) αυτός που έχει μεγαλύτερη ισχύ, ισχυρότερος («κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που νικά, που υπερισχύει
4. εκείνος που υπερέχει, υπέρτερος (α. «κρεῖσσον θέαμα δεργμάτων ἐφαίνετο», Ευρ.
β. «κρεῖσσον λόγου τὸ κάλλος», Ξεν.)
5. αυτός που του αξίζει μεγαλύτερη τιμωρία («οἷν ἐμοὶ δυοῑν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα», Σοφ.)
6. (σχετικά με πράγματα και αφηρημένες έννοιες, όπως επιθυμίες, πάθη κ.λπ.) εγκρατής («κρείσσων ἡδονῶν», Δημόκρ.)
7. (με απρμφ.) καταλληλότερος να κάνει κάτι («τόξον μὲν Ἀχαιῶν οὔ τις ἐμοῑο κρείσσων, ᾧ κ' ἐθέλω, δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι», Ομ. Οδ.)
8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κρείσσονες
α) σώμα φρουράς τών Θηβών
β) οι ανώτερες δυνάμεις, οι θεϊκές δυνάμεις
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρεῖσσον
η θεία πρόνοια
10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλεονεκτήματα
11. φρ. α) «οί κρείσσονες θεοί» — οι θεοί του Ολύμπου
β) «κρεῖσσόν ἐστι» — είναι προτιμότερο
γ) «κρείσσων λόγος» — ο ηθικώς ανώτερος λόγος
δ) «κατὰ τὸ κρεῖττον» — σύμφωνα με την ηθική.
επίρρ...
κρεισσόνως και κρειττόνως (AM) με καλύτερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττ. τ. κρέσσων αντί του αρχικού ιωνικού τ. κρέσσων προήλθε πιθ. αναλογικά προς το ἀμείνων. Ο ιων. τ. κρέσσων (με -σσ- απὸ -τy- εμφανίζει απαθή βαθμίδα κρε-τ- (κρε-τ-yων > κρέσσων, βλ. λ. κράτος), ενώ ο δωρ. τ. κάρρων συνεσταλμένη καρ-τ (κάρσων < καρ-τ-yων). Ο κρητ. τ. κάρτων είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το καρτ-ερός. Η αρχική σημ. τών συγκριτικών αυτών είναι «δυνατότερος», λειτούργησαν όμως «συμπληρωματικώς» (completivismus) ως συγκριτικός βαθμός του αγαθός με υπερθετικό το κράτιστος, πού εμφανίζει επίσης τη συνεσταλμένη βαθμίδα κρα-τ-.
ΠΑΡ. αρχ. κρειττούμαι
αρχ.-μσν.
κρεισσονεύω, κρεισσώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. κρεισσότεκνος.
Greek Monotonic
κρείσσων: μεταγεν. Αττ. κρείττων, -ον, γεν. -ονος, μεταγεν. Ιων. κρέσσων, Δωρ. κάρρων· συγκρ. του κρατύς (βλ. κράτιστος)·
I. 1. δυνατότερος, ισχυρότερος, περισσότερο κραταιός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. συχνά με σημασία συγκρ. του ἀγαθός, καλύτερος, οἱ κρέσσονες, οι καλύτεροι από κάποιον, σε Πίνδ.· ομοίως, τὰκρείσσω, σε Ευρ.· τὰ κρείσσονα, τα πλεονεκτήματα κάποιου, σε Θουκ.
3. με απαρ., οὔτις κρείσσων δόμεναι, κανένας δεν έχει μεγαλύτερο δικαίωμα να δώσει, σε Ομήρ. Οδ.· κρεῖσσόν ἐστι, με απαρ., είναι καλύτερο να..., κρεῖσσόν ἐστι θανεῖν ἢ πάσχειν κακῶς, σε Αισχύλ.· επίσης κρείσσων εἰμί, με μτχ., κρείσσων ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός, θα ήσουν καλύτερα πεθαμένος από το να ζεις τυφλός, σε Σοφ.
II. ανώτερος, υπέρτερος, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος, πολύ μεγάλο για να το πηδήσει κάποιος, σε Αισχύλ.· κρείσσον' ἀγχόνης, δεν του αξίζει μονάχα η κρεμάλα, σε Σοφ.· ἐλπίδος κρ., χειρότερα από όσο θα περίμενε κάποιος, σε Θουκ.
III. αυτός που έχει δύναμη πάνω σε κάτι, το διαφεντεύει, γαστρός, σε Ξεν.· κρ. χρημάτων, ανώτερος από τις δωροδοκίες, σε Θουκ.
IV.στον Αττ. πεζό λόγο με ηθική σημασία, καλύτερος, περισσότερο εξαίρετος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[comp. of κρατύς [v. κράτιστος
I. stronger, mightier, more powerful, Il., etc.
2. in sense often as comp. of ἀγαθός, better, οἱ κρέσσονες one's betters, Pind.; so, τὰ κρείσσω Eur.: —τὰ κρείσσονα one's advantages, Thuc.
3. c. inf., οὔτις κρείσσων δόμεναι no one has a better right to give, Od.: —κρεῖσσόν ἐστι, c. inf., 'tis better to…, κρεῖσσόν ἐστι θανεῖν ἢ πάσχειν κακῶς Aesch.:—also κρείσσων εἰμί, c. part., κρείσσων ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός thou wert better not alive, than living blind, Soph.
II. too great for, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος too great for leaping out of, Aesch.; κρείσσον' ἀγχόνης too bad for hanging, Soph.; ἐλπίδος κρ. worse than one expected, Thuc.
III. having power over, master of, γαστρός Xen.; κρ. χρημάτων superior to bribes, Thuc.
IV. in Attic Prose in moral sense, better, more excellent, Ar.
Chinese
原文音譯:kre‹sson 克雷算
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(更)握住
字義溯源:更好,較大的,更優良的;源自(κρείττων)=更強);而 (κρείττων)出自(κράτος)*=權力)。註:聖經文庫將編號 (κρείσσων)合併於 (κρείττων)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 更好(1) 林前7:38
English (Woodhouse)
conquering, victorious, controlling, superior to, winning the day
Mantoulidis Etymological
(=ἰσχυρότερος). Συγκριτικός τοῦ ἀγαθός. Ἀπό τό κράτος (=δύναμη). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρατῶ.
Translations
better
Alviri-Vidari Vidari: ودرتر; Arabic: أَفْضَل, أَحْسَن; Armenian: ավելի լավ; Assamese: -কৈ ভাল; Basque: hobe; Belarusian: лепшы; Bengali: আরও ভাল, আফজল; Breton: gwell, gwelloc'h; Bulgarian: по-добър; Catalan: millor; Chinese Mandarin: 更好, 比較好的/比较好的, 較好的/较好的; Cornish: gwell; Czech: lepší; Danish: bedre; Dutch: beter; Esperanto: pli bona; Estonian: parem; Faroese: betri; Finnish: parempi; French: meilleur; Friulian: miôr; Galician: mellor; Georgian: უკეთესი, უმჯობესი; German: besser; Gothic: 𐌱𐌰𐍄𐌹𐌶𐌰; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων, κρέσσων, κρείττων, καλλίων, βέλτερος, ἀμείνων, λωΐων, λῴων, φέρτερος, ὑπέρτερος; Hindi: बेहतर; Hungarian: jobb; Icelandic: betri; Ido: plu bona, maxim; Interlingua: melior; Irish: níos fearr; Italian: migliore, meglio; Japanese: もっといい, より良い; Karelian: parempi; Korean: 더 좋은; Ladin: miec; Latin: melior, potior; Macedonian: подобар; Malay: lebih baik, lebih bagus; Neapolitan: meglio; Norman: miyeu; Norwegian Bokmål: bedre; Nynorsk: betre; Occitan: melhor; Old English: betera; Persian: بِهتَر, بختر; Plautdietsch: bäta; Polish: lepszy; Portuguese: melhor; Romani: feder; Romanian: mai bun, mai bine; Romansch: meglier; Russian: лучше, лучший; Sanskrit: श्रेयस्; Sardinian: megnus, mellus; Scottish Gaelic: nas fheàrr; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ље̄; Roman: bȍljē, bolji; Sicilian: megghiu; Slovak: lepší; Slovene: bóljši; Spanish: mejor; Swahili: bora; Swedish: bättre; Thai: ดีกว่า; Turkish: daha iyi; Ukrainian: кращий, лі́пший; Urdu: بہتر; Venetian: mejo; Veps: paremba; Vietnamese: tốt hơn, khá hơn, khoẻ hơn; Volapük: gudikum; Võro: parõmb; Walloon: meyeu; Welsh: gwell; Yakut: бэт; Yiddish: בעסער