πνευματοκίνητος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

German (Pape)

[Seite 640] vom Winde, Geiste bewegt, erregt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πνευματοκίνητος: -ον, ὁ κινούμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Θ. Στουδ. σ. 241C, Κ. Μανασσ. Χρον. 4607, κλ. ― Ἐπίρρ. πνευματοκινήτως, Ἀνωνύμου Βίος Ἰω. Χρυσ. σ. 307, Θ. Στουδ. 315C, κτλ.